Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2008

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2008

Δεν έχω νέα....

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2008

Αυτή η μοναξιά δεν είναι σαν τις άλλες.. αυτή έχει χρώμα κόκκινο βαθύ αιμάτινο, έχει φωνή, ψιθυρίζει μονότονα κ εκνευριστικά.

Αναδιπλώνεται μέσα στις λέξεις που γεννιούνται στα χείλη μου.

Τρέμει στις άκρες των βλεφάρων μου και ζητάει να κλέψει ζωή από την ζωή μου… γουργουρίζει.. κλαίει…ζητάει..

Αυτή η μοναξιά των οκτώ παρά τέταρτο, βραδάκι Σαββάτου, ζητάει να σταθεί μπροστά στις μοναξιές των άλλων κ να φτύσει πάνω στα μούτρα τους την εγκατάλειψη που νιώθει.

Είναι σκληρή και δεν θέλει χάδια..

Είναι πεισματάρα και δεν θέλει παρηγοριές..

Αυτή η μοναξιά ερημώνει την πόλη και γκρεμίζει όλες τις γέφυρες, αδειάζει τους δρόμους και διώχνει όλα τα γέλια μακριά..

Αυτή η μοναξιά της αρέσει να επαναλαμβάνεται και να με οδηγεί στις βαθιές της συχνότητες..

Αυτή η μοναξιά με κάνει ότι θέλει.. είναι σκληρή .. σιωπηλή.. σκληρά σιωπηλή ή σιωπηλά σκληρή..

Ξαπλώνει στους καναπέδες, ακούει μουσική… κάθεται στον υπολογιστή, πληκτρολογεί λέξεις με θυμό, με αγάπη, με περιέργεια, με ανία..

Αυτή η μοναξιά βαριέται.. παίζει με το τηλεκοντρόλ, μιλάει για λίγο στο τηλέφωνο.. μπαινοβγαίνει στα δωμάτια.. ξεφλουδίζει μανταρίνια.. παρακολουθεί ειδήσεις.. κοιτάζει έξω απ το παράθυρο.. φτιάχνει καφέ,καπνίζει ..ξεφυλλίζει βιβλία.. κλέβει στιγμές.. ψάχνει ουσία.. κοιτιέται στον καθρέφτη..

Αυτή η μοναξιά σε ζητάει, σε διώχνει, σου κρύβεται..


Κι αυτό το τικ τακ του ρολογιού....



Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2008

Γλυκοχάραμα ο λέξεις .. σήμερα κυλάνε από μέσα μου σαν υδράργυρος.. απαλά… γλυκά… αβίαστα.. κάνω να τις πιάσω μα δεν μπορώ.. γλιστράνε στο άγγιγμα μου .. με περιγελούνε μα είναι τόσο γλυκές.. τόσο γλυκές.. σαν όπιο που κυλά μέσα στις φλέβες μου..

Σαν ηδονή ένοχη που αγιάζει το ερημωμένο μου κορμί ..

Σαν οιωνός βγαίνει ο ήλιος λουσμένος απο τα χρώματα ενός ουράνιου τόξου .. κοίτα!..βγαίνει επιτέλους να ζεστάνει την καρδιά μου..

Αρχίζουν οι αχτίδες του να έχουν την δική σου θαλπωρή και το άγγιγμα του στο δέρμα μου αρχίζει να μοιάζει με το δικό σου...

Γλυκαίνει η ψυχή.. δεν φοβάμαι πια.. κοίτα τις πληγές μου πως γίναν πολύχρωμες..

Βρήκα μια γωνιά μέσα στο «τίποτα».. η νύχτα μου ψυθίρισε πως ήταν για σένα και δεν μ άφησε να ξαπλώσω εκεί..

Σου έστρωσα στρωσίδια μαλακά και φρεσκοπλυμένα γιατί σ αγαπώ.. έβαλα κλαδάκια Αρτεμισίας κάτω από το λευκό σου μαξιλάρι και έρανα το σκέπασμα σου με σταγόνες από τριαντάφυλλα που τα μάγεψε το βλέμμα ενός αυγουστιάτικου φεγγαριού..

Πήρα ένα μικρό αστέρι φορτωμένο μ ευχές και το έκρυψα κι αυτό εκεί για να φωτίζει την ουσία σου.. να μην χαθείς μέσα στο γλυκό σκοτάδι.. να μην ξεχαστείς από το αιώνιο..

Θα κλείσω ήσυχα την πόρτα…


Σσσς…. Κοιμήσου ψυχή αγαπημένη….κοιμήσου….



Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2008

Αισθάνομαι πως κάνω κύκλους...

«Αισθάνομαι πως κάνω κύκλους. Εγώ, όχι η ζωή μου. Ας πούμε πως κατά κάποιο τρόπο προκαλώ την κυκλική ροή των πραγμάτων. Κάπως έτσι. Πως χωρίς να το καταλάβω βρίσκομαι και πάλι στο ίδιο σημείο, όχι όμως γιατί έτσι ήρθαν τα πράγματα, αλλά γιατί μάλλον εγώ τα έφερα έτσι. Αυτό τουλάχιστον φαίνεται. Το γιατί δεν το ξέρω. Το ψάχνω όμως. Βγήκα στο δρόμο και ψάχνω. Και κάνει σκοτάδι εκεί έξω, κι είναι οι λάμπες λιγοστές. Και κάνει κι ανασφάλεια και φόβο κι άλλα πολλά. Και σε κάθε στροφή ξεφυτρώνει κι ένα ακόμη ερωτηματικό για να κάνει τον δρόμο ακόμη πιο δύσκολο. Δίχως χάρτες και πυξίδα, δίχως κανέναν για οδηγό. Ξέρω πως τον δρόμο αυτό μόνος μου πρέπει να τον περπατήσω, μόνος μου να βρω την άκρη. Για να βγω από τον κύκλο πρέπει πρώτα να μάθω. Ό,τι χρειάζεται να μάθω. Ό,τι είναι αυτό που με φέρνει πάντα πίσω στο ίδιο σημείο..»

Πολεμιστής του Φωτός του Paulo Coelho

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2008

Η ΘΑΛΑΣΣΑ

Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
μπαίνεις καὶ δὲν ξέρεις ἂν θὰ βγεῖς.
Πόσοι δὲν ἔφαγαν τὰ νιάτα τους –
μοιραῖες βουτιές, θανατερὲς καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια ἀθέατα,
ρουφῆχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Ἀλίμονο ἂν κόψουμε τὰ μπάνια
Μόνο καὶ μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Ἀλίμονο ἂν προδώσουμε τὴ θάλασσα
Γιατὶ ἔχει τρόπους νὰ μᾶς καταπίνει.
Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
χίλιοι τὴ χαίρονται – ἕνας τὴν πληρώνει.

Ν.Χριστιανόπουλος(1962)

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2008

Ήταν τα δέντρα που σκέπαζαν με τα φύλλα τους τα ξεχασμένα μονοπάτια.. ήταν τα πουλιά που δεν τα ένοιαζε η μοναξιά των ανθρώπων, ήταν τα δάκρυα που γέμιζαν τα ποτάμια κ τα έκαναν χείμαρρους ορμητικούς που δεν στεκόταν ποτέ να ξαποστάσουν την πίκρα τους σε ήσυχες λιμνούλες...

Ήταν κι εκείνα τα αμέτρητα σκοτεινά μπαλκόνια μέσα στο σούρουπο της πόλης –πόρτες σε ένοχες ζωές- που έκαναν τους ανθρώπους να μοιάζουν σκιές που κρυφοκοιτάζουν την ζωή πίσω από βαριές κουρτίνες..
Κι έτσι εγώ, γίνομαι εγώ.. εσύ γίνεσαι εσύ και ξεχνάμε πώς εγώ κι εσύ να γίνουμε εμείς.. αντιστέκομαι..
Περπατώ.. περπατώ… αγγίζω με την άκρη των δαχτύλων μου πότε μεταξένια μαλακά υφάσματα, πότε κουρέλια γεμάτα ξέφτια που άνθρωποι ρίχνουν στο διάβα μου.. αντιστέκομαι..
Κάνω τις μουσικές κουβέρτα και σκεπάζω τους φόβους μου ..
Κάνω τις λέξεις βάλσαμο γλυκό και ποτίζω τον παιδεμό μου..
Κάνω τις μουσικές συνοδοιπόρους.. και τις λέξεις ταξίδι..
Στέκομαι σε άδεια προαύλια σχολείων και σε ερημωμένα πάρκα..
Δεν ψάχνω τίποτα.. μα περιμένω τα πάντα..
Μέσα από τα σκοτάδια της ψυχής μου να ξεπροβάλουν θαύματα και ήλιοι γεμάτοι φωτιά να μου δώσουν να νιώσω.. να νιώσω.. να νιώσω….

Πίσω από τα μάτια υπάρχουν ρωγμές και πίσω από τις σκέψεις οχυρά που φτιάχνουν οι άνθρωποι για να μπορούν να κρύβονται σε εμπόλεμες καταστάσεις..
Μα με σένα δεν λαχτάρησα πολέμους και ούτε σου ζήτησα κάτι που δεν μου πρόσφερες..
Δεν ονειρεύτηκα μέσα σε παραμύθια που δεν μου διηγήθηκες..
Δεν χόρεψα με τραγούδια που δεν μου τραγούδησες..δεν ήμουν μόνη .. σε έβλεπα καθαρά με την καρδιά μου.. ήσουν κι εσύ εκεί..
Οχι, δεν λαχτάρησα πολέμους.. σου παραδόθηκα νωρίς.. κράτησες από τα λάφυρα κάτι να με θυμάσαι?
Και που άπλωσα τα χέρια?.. μέσα στην ομίχλη τι να βρεις..
Και που σε φώναξα?.. η σιωπή σου μόνο μου ψιθύρισε.. δεν μου ψιθύρισε.. μου ούρλιαξε..
Δεν είχα δύναμή να της ουρλιάξω πίσω.. δεν ήθελα.. δεν θέλω... θέλω να σε αφήσω να φύγεις ήσυχα.. θέλω να σε αφήσω να φύγεις.. μα κάτι με κρατάει εδώ.. δες.. κάτι που μυρίζει σαν χώμα βρεγμένο.. κάτι που μοιάζει με αλήθεια γυμνή κρυμμένη μέσα στις χούφτες μου. Φοβάμαι να την αφήσω για να μην κοπώ.. και σε θέλω ακόμα, όπως θέλει το χώμα την βροχή..
Δεν έχω άλλα τραγούδια να σου χαρίσω.. σε κοίταζα που τα έπαιρνες στα χέρια σου και τα έσκιζες σαν να ήταν χάρτινες σαΐτες που αντί να βρουν την καρδιά σου, βρίσκανε το κενό.. Δεν ήξερες ότι μέσα τους έκλεινα όλα όσα δεν τολμούσα να σου πω?
Το ήξερες.. γι αυτό τα έσκιζες, για να μπορείς να με κοιτάς σαν ξένη.. για να έχεις το δικαίωμα να λες πως δεν υπήρξα ..
Κι όλες αυτές οι σκέψεις που μοιάζουν με θηλιές.. είναι μόνο δικές μου σκέψεις που παλεύουν στριμωχτά να ανοίξουν περάσματα διαφυγής μέσα από σκόρπιες επιθυμίες που μου καίνε το δέρμα..
Στείλε μου το γέλιο σου..
Έτσι.. για να χω κάτι από σένα να θυμάμαι..

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2008

στο πρώτο τσιγάρο..

Στ αποκαΐδια της θλίψης μου στέκομαι χαμογελώντας και σε κοιτώ πως γεννιέσαι μέσα στα μάτια μου, γεμάτος αίμα και ζωή με κραυγές δυνατές γεννιέσαι στο πρώτο φως της μέρας, παίρνεις την καθημερινή σου μορφή .. γυμνός και όμορφος, ανήσυχος και δυνατός μέσα στην βουή του κόσμου.. γεννιέσαι και πάλι όπως κάθε πρωί να θρέψεις με φροντίδα και επιμονή,την ανασφάλεια κ την προσμονή μου.. την ανάγκη, την δίψα.. την επιθυμία μου..
Θα σε κρατήσω κρυμμένο μακριά από τη λήθη που σαν κοράκι πεινασμένο πετάει κάνοντας κύκλους πάνω από την θύμηση σου.
Θα αντέξω το βλέμμα σου που δεν είναι εκεί να μου χαϊδεύει τον φόβο.
Θα αντέξω τα χείλη σου που δεν μου γεμίζουν με γλυκά ψέματα την μέρα..
Θα αντέξω την σκέψη σου που ανελέητα πετάει μακριά και ξαπλώνει σ άλλες αγκαλιές..
Θα αντέξω να μην αντέχω την ωμή παρουσία της απουσίας σου..
Έτσι κι αλλιώς… μια μέρα είναι θα περάσει.. ποιος ξέρει.. αύριο ίσως να μην γεννηθείς τόσο νωρίς....

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2008

Τίποτα...

Να γράψω από το τίποτα μου είπε.. το τίποτα είναι μικρή αγαπημένη λέξη, γιατί εκεί μέσα υπάρχουν τα πάντα. Εκεί θρηνούν οι αλήθειες του και οι δικιές μου.. οι αλήθειες μας.
Καρδιές σε καραντίνα, γεμάτες από τίποτα..
Αγαπιόμαστε χωρίς να μας δένει τίποτα… ή αγαπιόμαστε με το τίποτα να μας δένει δυνατά..
Το τίποτα είναι γεμάτο σιωπή, μα η σιωπή είναι γεμάτη ήχους και μοσχοβολάει αρώματα..
Να γράψω από το τίποτα μου είπε.. κι εγώ κάθομαι με δυνατές μουσικές να κυλάνε μέσα μου, προσπαθώντας να παίξω με αυτήν την μικρή λεξούλα, να την ομορφύνω, να την στολίσω, να την ξεγυμνώσω, να την κατακτήσω, να την ξευτιλίσω, να την κάνω ίσα κι όμοια με την μοναξιά που θρονιάστηκε στα μάτια μου και με κοιτά δήθεν αδιάφορα..
Τίποτα μέσα σε βλέμματα γεμάτα αλήθειες…
Τίποτα μέσα σε στόματα που θέλουν να ουρλιάξουν..
Τίποτα μέσα στην βουή..
Τίποτα σε κορμιά που διψάνε για ηδονή..
Τίποτα σε λόγια που ειπώνονται μόνο για να πονέσουν..
Τίποτα δικό σου δεν έχω…
Δεν βρέχει.. μα δεν λέει να στεγνώσει ο κόσμος κι όλα πονάνε βουβά..
Που είναι ο ήλιος.. γαμώτο.. που είναι ο ήλιος …
Μέσα στα ποιήματα όλα πονάνε.. κι εγώ σκαλίζω μέσα στο ζεστό μου τίποτα να βρω την γωνιά που χω χάσει, να κουλουριαστώ.. και να μην ακούω.. να μην βλέπω… να μην με νοιάζει…
Μέσα στο τίποτα να σε περιμένω να έρθεις.. μέσα στο τίποτα να έρθεις να με βρεις.. κι εκεί, να κυλήσω μέσα στο δέρμα σου έτσι απαλά… σαν αίμα ζεστό,χωρίς να χρειάζεται να πούμε τίποτα, γιατί θα τα ξέρουμε ήδη όλα..

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2008

I was trying to daydream, but my mind kept wandering...
Λέξεις χωρίς λέξεις.. σκέψεις χωρίς σκέψεις.. σαν μέσα σε ένα αδιάφορο τίποτα..
Να…κάτι τέτοια πρωινά σαν κι αυτό που μέσα στο κέντρο μου η ανάγκη μου για σένα θεριεύει εκτοπίζοντας κάθε αίσθηση πραγματικότητας..
Να.. είναι που νομίζω πως είσαι εκεί ακόμη.. και αυτά τα τραγούδια που ρίχνουν την ομίχλη τους και αρχίζουν να μοιάζουν με soundtracks σε ερωτική ταινία που πρωταγωνιστούμε εμείς.
Είναι που … που… άστο…

Προσποιούμαι πως φεύγω από κάτι που δεν ξέρω αν υπήρξε ποτέ και μου φαίνεται αστείο.. λίγο αστείο, όχι πολύ..
Προσποιούμαι.. μα αφήνω σημειώματα εδώ κι εκεί.. «ξεχνάω» ρούχα στις γωνιές του σπιτιού σου.. κι ας στέκονται οι βαλίτσες στην είσοδο εδώ και μέρες..
Κάνω πως μαζεύω την πραμάτεια μου από μια καλοκαιρινή γιορτή που έκανε ν αρχίσει.. μα οι ξαφνικές καλοκαιρινές μπόρες τους κάνουν όλους να τρέχουν να κρυφτούν από την βροχή..
Και ξεμείναμε μερικοί -παρακμιακοί κλόουν μιας δανεισμένης χαράς με τις χρωματιστές γιρλάντες μας στα χέρια να κρέμονται βρεγμένες και τις πολύχρωμες βαφές να τρέχουν στα πρόσωπα μας- να κοιτάζουμε με προσμονή το σεληνιακό τοπίο, περιμένοντας μόνοι και ηρωικοί μέσα σ' ένα σκοτάδι που φωτίζεται απο τις σκέψεις μας, ελπίζοντας να δουν και οι άλλοι αυτό που βλέπουμε εμείς….το ουράνιο τόξο που ετοιμάζεται να βγει πίσω από τα μαύρα σύννεφα…

Προχθές το βράδυ ήρθα κοντά σου μέσα στην σιωπή του σπιτιού σου και σε κοιτούσα να κοιμάσαι..
Έκλεψα λίγο χρώμα από το ασημένιο φεγγάρι και στο έριξα στα βλέφαρα για να ονειρευτείς όμορφα φιλιά από ερωτευμένες νεράιδες.. δεν σου το είπα για να μην φοβηθείς, μα σε είδα να ξαπλώνεις στον καναπέ σου μπροστά στην τηλεόραση.. ήσουν λίγο μόνος και αδειασμένος από τις χάρτινες αγάπες που σ αφήσανε μισό..

Γέμισε το φεγγάρι και ήταν τεράστιο.. είχα καθίσει χαράματα στις σκάλες του σπιτιού μου για να το βλέπω.. καιρό είχα να δω τέτοιο φεγγάρι.. σε σκεφτόμουν και στο είπα, μα τα βουβά πάθη δεν μπορούν να βάλουν φωτιά .. μένουν έρημες σταγόνες βροχής πάνω στα χείλη που μένουν ακίνητα και σιωπηλά....

Οι φίλοι και Οι εραστές.. αυτοί δεν είναι σαν όλους τους άλλους.. Αυτοί απλώνουν τα χέρια και αγγίζουν.. είναι πικρές ματιές που χαϊδεύουν.. είναι ανάσες που καίνε.. είναι αλήθειες γυμνές που δεν μένουν μακριά… που δεν φοβούνται.. εσύ ούτε φίλος ,ούτε εραστής ήσουν.. εσύ ήσουν μόνο άνεμος..
κι εγώ? εγώ τι ήμουν?..
Ένα κομμάτι τσαλακωμένο χαρτάκι γεμάτο από τις χειρόγραφες σκέψεις κάποιας γυναίκας που αφέθηκε χωρίς να το νοιάζει κ πολύ αν τσαλακωθεί λίγο ακόμη..

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2008

Ανάμεσα σε φωνές και λέξεις ψάχνω ήσυχες γωνιές να γείρω το κεφάλι πάνω στα χέρια μου.. μόνη και ήσυχη να χαρώ το γλυκοκελάρισμα της μέρας..να χαρώ εκείνο που με περιτριγυρίζει γλυκά κι αόρατα, χαιδεύοντας μου την ψυχή..
Μόλις βραδιάζει σε ζητώ.. μέσα στην νύχτα τυλίγομαι σε πέπλα αστεροκεντημένα και σε καλώ να έρθεις ..
Ρίχνω την σκέψη μου σαν βότσαλο σε λίμνη μαγική και κοιτώ τους στρόγγυλους κυματισμούς που απλώνονται γύρω της.. κλείνω τα μάτια σφιχτά και εύχομαι να φτάσουν ως εσένα, να μεταμορφωθούν σε ρίγος νυχτερινό και να διατρέξουν το νου σου, να μπερδευτούν με τις σκέψεις σου και να με φέρουν μπρος στα μάτια σου, εικόνα φευγαλέα..χωρίς να ξέρεις το γιατί..
Η αγάπη όρια δεν έχει και ούτε η επιθυμία ξέρει απο δεσμά.. ελεύθερη απλώνεται μέσα στις ψυχές και πάνω στα κορμιά την φλόγα της ανάβει, καίγοντας την φυλακή της λογικής, γεμίζοντας τον ουρανό χρώματα και ήχους πρωτάκουστους απο ανθρώπινο αυτί..
Μα αυτό που είναι,είναι. Και δεν αλλάζει. Και ούτε θέλω εγώ να τ' αλλάξω ..
Αν ο δρόμος σου ,σου λεει να φύγεις... φύγε..μην κοιτάς πίσω σου λεπτό.. γιατί η αληθινή αίσθηση δεν μπορεί να συγκρατηθεί ούτε απο φόβους,ούτε απο θολά ακατανόητα παιχνίδια .. ούτε απο σκέψεις ψέυτικης δικαιοσύνης.. ούτε απο μετριότητες. Και μην κοιτάς που εγώ μπορούσα να μεταμορφώνω τις στάλες σε χείμαρο.Φταίει που είναι χείμαρος όσα κουβαλάω απο την ώρα που 'ρθα σ' αυτήν την γη και ξέρω καλά πως η αληθινή ομορφιά κυλάει ποτάμι ορμητικό, μπρος στα μάτια των ανθρώπων παρασέρνοντας στο διάβα της κάθε μικρότητα που φωλιάζει μέσα μας.
Ακόμη ξεχύνονται σκέψεις για σένα, μα δε με πειράζει,ούτε με ποναει..απλά συμβαίνει..
Είναι βήματα στα σύννεφα..
Θα ανοίξω διάπλατα τα παράθυρα σήμερα.. έχει έναν ήλιο δυνατό..
Σε φιλώ..

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2008

Καθοδηγούμενη σιωπηλά από τις επιθυμίες του, γράφει υπάκουα λέξεις ν αγκαλιάσουν την ψυχή του..
Λέξεις, που σαν πουτάνες καθισμένες νωχελικά σε κόκκινους βελούδινους καναπέδες ,την κοιτούν χωρίς να της μιλάνε..
Σκύβουν κι ενώνουν τα πρόσωπα τους.. ψιθυρίζουν συνωμοτικά η μια στην άλλη μυστικά καλά κρυμμένα απο αθώα μάτια και μετά ρίχνοντας το κεφάλι πίσω αφήνουν γέλια πρόστυχα να ρέουν από τα βαμμένα κόκκινα τους χείλη ..
Με τα μάτια καρφωμένα πάνω της, σέρνουν ηδονικά τα μακριά τους νύχια πάνω στις γάμπες τους και της κάνουν νόημα με τα μάτια να καθίσει κοντά τους .. μα αυτή στρέφει την σκέψη μακριά και αφήνει τα μάτια της ν ακολουθήσουν τα πουλιά που πετούν προς τον βορρά... τις χαρίζει σε κείνον..
Οι ώρες της σέρνονται με βήματα αργά και κουρασμένα.. άσκοπα περιφέρονται σε ξεθωριασμένες μνήμες σιγοτραγουδώντας βαριεστημένα σκόρπιες μουσικές που κατεβαίνουν ως την άκρη της γλώσσα της..
Βγαίνει.. περιφέρεται.. Σε μια γωνιά του δρόμου σταματά και συνεχίζει το μονότονο τραγούδι της ..οι περαστικοί ρίχνουν αστέρια στο καπέλο της .. άλλοι ρίχνουν αστέρια κι άλλοι ρίχνουν κέρματα χωρίς αξία.. εύχεται σιωπηρά να είχαν όλοι αστέρια που τους περισσεύανε ..
Τα λόγια της τα μετράει τώρα τελευταία.. ο λαιμός της γέμισε λέξεις που δεν είπε.. τις καταπίνει μια- μια και αυτές γίνονται ώρες που σέρνονται με βήματα αργά και κουρασμένα…. γίνονται φυλακή που καταπίνουν την φωνή της και την αφήνουν σιωπηλή..
Είναι και αυτή η βροχή που τραγουδά μαζί της το μονότονο τραγούδι της.. είναι κι αυτές οι στάλες που πέφτουν και ξαποσταίνουν πάνω στα κλαδιά και στα φύλλα τρέμοντας γλυκά σε κάθε άγγιγμα του ανέμου.. είναι και η βροχή .. είναι κι αυτή η σιωπή που κουβαλά μαζί της τα απογεύματα και βάφει γκρίζο το φθινόπωρο..
Είναι κι αυτές οι λέξεις ..οι λέξεις που μοιάζουν με πουτάνες που ξαποσταίνουν.. και αυτοί οι ξένοι που ξέμειναν από αστέρια… είναι κι αυτοί οι ξένοι…

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2008

Περπατά ξυπόλητη πάνω στο μονοπάτι της.. κρατά τα παπούτσια της στα χέρια και είναι σιωπηλή..
Μπορείς να την κρυφοκοιτάζεις αν θες.. δεν την πειράζουν τα πεινασμένα σου μάτια πάνω στο κορμί της.. την ερεθίζει η κρυφή σου επιθυμία.. την κεντρίζουν οι κρυφοί σου φόβοι.. έναν έναν τους έχει αγγίξει κάτω από το λεπτό σου δέρμα όταν την κοίταζες στα μάτια.. έναν έναν τους μέτρησε όταν βουτούσες στην ψυχή της..
Τις σκέψεις της για σένα τις φυλάει σ ένα παλιό τσίγκινο κουτί από καραμέλες γιατί κάποτε θέλει να σου τις χαρίσει. Φυλάει τις σκέψεις της, φυλάει τα δώρα της.. φυλάει την ψυχή της και κλείνει σφιχτά το καπάκι να μην της ξεφύγουν , μην σ αγγίξουν και σε τρομάξει η φωτιά τους.. Νιώθει ρίγος όταν την σκέφτεσαι.. οι σκέψεις σου γι αυτήν γίνονται παρουσία, παίρνουν μορφή και την περικυκλώνουν.. κάθε φορά..
Είσαι εκεί.. εσύ και η επιθυμία σου.. εσύ και η φυγή σου.. εσύ .. κι αυτή σε κοιτάει και ένα γέλιο πλημμυρίζει την καρδιά ,τα μάτια και τα χείλη της γιατί εκείνη έμαθε να ξορκίζει όσα φοβάται ..

.. από χθες νιώθει στο κατώφλι του δωματίου της σιωπής.. οι λέξεις τελειώνουν.. ξέρει πως εκεί κρύβεται και η λήθη και δεν θέλει να την κοιτάξει καταπρόσωπο.. η λήθη είναι πιο δυνατή από αυτήν.. πιο δυνατή κι από όλα όσα αισθάνεται.. η λήθη είναι γλυκιά και ήσυχη σαν την γκρίζα μέρα που απλώνεται έξω από το παραθύρι της..
Θέλει ν αποδράσει..


Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2008



Ήσουν εκεί, φίλος ακριβός, και μ αγκάλιαζες με τα χέρια.. μ αγκάλιαζες με τα μάτια.. με την ψυχή.
Μ άφηνες να σ ακολουθώ και να σε ψάχνω.. μ άφηνες να κουλουριάζομαι στα πόδια σου.. μ άφηνες να σου γελάω και όταν μ έβλεπες να σκοτεινιάζω μ έκανες εσύ να γελάω.. ήσουν εκεί, άνθρωπος αγαπημένος, παρουσία ζεστή, που γέμιζε τον μικρό μου κόσμο, με δυο μάτια γεμάτα και μια ψυχή χαλαρή, έτοιμη να δώσει.. ψυχή κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του γέλιου μου, στα μέτρα της προσδοκίας μου, στα μέτρα της σκοτεινιάς μου που με το μαγικό σου ραβδάκι φωτίζεις χωρίς καν να αντιλαμβάνομαι το πώς..
Άνοιξα τον εαυτό μου και σ άφησα να πάρεις ότι χρειαζόσουν.. κομμάτια από φως που ξεχυνόταν από το βάθος της ύπαρξης μου.. δεν φοβάσαι την αγάπη εσύ.. μόνο προσποίησε πως την φοβάσαι μα εγώ ξέρω πως δεν την φοβάσαι καθόλου.
Ξέρεις καλά όπως κι εγώ, πως η Αγάπη δεν έχει λόγια για να εκφραστεί και ούτε χρειάζεται να μιλάμε πολύ γι αυτήν.. κάθεται σιωπηλή και μόνο να δίνει ξέρει.. δεν της έμαθε κανείς να μιλά.. κάθεται σε μια γωνιά κ απλώνει τα φτερά της πάνω στους ανθρώπους, γεμίζει την καρδιά τους με λουλούδια κ αλήθειες, με δάκρυα λυτρωτικά και γέλια που ξεχύνονται από την ρίζα της καρδιάς.. απλώνεται σαν κύμα ζεστό και αγκαλιάζει έρημα κορμιά, χτυπάει σαν παλμός και δίνεται σαν δώρο που δεν περιμένει αντάλλαγμα γιατί μόνη της επιθυμία είναι να δωθεί..
Η Αγάπη είναι ελευθερία.. ελευθερία είναι η Αγάπη..
και το ένιωσες κι εσύ..

Βραδυνή πλάνη...



"Αδέσποτες χορεύουν οι ζωές μας
ξηλώνουν και τους επτά ουρανούς
κι οι πρόστυχες, φοβισμένες ματιές μας
σφηνώνουν σ' άδειους καιρούς.

Υγραίνοντας τη βραδινή μας πλάνη
μόνοι γλυκοφιλάμε το σκοτάδι.

Ανέραστες σβήνουν οι ηδονές μας
μαυρίζουν διψασμένα κορμιά
κι οι ψεύτικες, τρομαγμένες φωνές μας
γκρεμίζουν τείχη φανταστικά.

Υγραίνοντας τη βραδινή μας πλάνη
μόνοι γλυκοφιλάμε το σκοτάδι.

Όταν ο χώρος με κυκλώνει σαν πνεύμα
με καθηλώνει η αλήθεια που σπρώχνω
καθώς αγγίζω το πιο όμορφο ψέμα.... τελειώνω.."

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2008


«Μόνη επιθυμία της αγάπης είναι να εκπληρωθεί..
Αν αγαπάς όμως κι είναι ανάγκη να έχεις επιθυμίες, ας είναι αυτές:
Λιώσε και γίνε σαν τρεχούμενο ρυάκι που τραγουδά την μελωδία του μέσα στην νύχτα..
Κατανόησε τον πόνο της υπερβολικής τρυφερότητας.
Πόνεσε από την ίδια την κατανόηση της Αγάπης σου και μάτωσε με προθυμία και αγαλλίαση..»
KHALIL GIBRAN

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2008



Ένα σπίτι ξεχασμένο σε μια γειτονιά ..
Το κοίταξα φευγαλέα καθώς περνούσα εχθές και προσπάθησα να αποφασίσω αν μου αρέσει ή όχι.. έτσι στα γρήγορα..
Τα αγριόχορτα στην αυλή του, κοντεύουν να το προσπεράσουν στο ύψος.. τα χρώματα από τους τοίχους ξεθωριασμένα και η περίφραξη σχεδόν κατεστραμμένη.. μα έχει αυλή για να παίζουν παιδιά και να μαζεύονται φίλοι αγαπημένοι και ένα βλέμμα γλυκό, γεμάτο υποσχέσεις ζεστασιάς..
Ένα σπίτι που θα μπορούσε να είναι μόνο δικό μου.. μ ένα φτηνό νοίκι θα μπορούσε να φιλοξενήσει τα όνειρα ,τα γέλια, τις ανησυχίες και τους μικρούς μας φόβους χωρίς να το νοιάζει το κόστος της ψυχής του, -έμοιαζε πολύ δυνατό για να το απασχολούν μικροπρεπείς ανησυχίες -κι ας έμοιαζε παραπονεμένο και απροστάτευτο..
Ένα σπίτι έτοιμο ν’ ανοίξει την αγκαλιά του....
Ένα σπίτι ξεχασμένο σε μια γειτονιά, που για κάποιον απροσδιόριστο λόγο ένιωσα πως μου μοιάζει..

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2008



Ήρθες και με πήρες απ το χέρι πάλι.. έκανες μια από κείνες τις μικρές ανεπαίσθητες κινήσεις σου και μου χάιδεψες την ψυχή, μ’ αγκάλιασες, μου ‘μαθες.. μου ΄δειξες..
Διαχρονικότητα.. με τι έχει να κάνει?.. μάλλον με τίποτα , μάλλον με όλα..
Αγγίξαμε τ’αστέρια σήμερα, το ένιωσες?.. γι ακόμη μια φορά... ευτυχώς..

Δεν υπάρχει ζύγι στο δόσιμο της ψυχής. Όταν κανείς καταθέτει τα όριά του, οι φραγμοί πέφτουν.




«Τα προκατειλημμένα μάτια είναι τυφλά.
Η καρδιά που είναι γεμάτη συμπεράσματα είναι νεκρή…»
OSSHO


Παρασκευή 18 Ιουλίου 2008

Για τον Γρηγόρη..


Να χαμογελάς πάντα στους ανθρώπους..έτσι όπως χαμογέλασες σήμερα σε μένα..
Να τους μιλάς έτσι όπως μίλησες σε μένα.. και να χαρίζεις πάντα τα δώρα της ψυχής σου έτσι απλόχερα...

Κλείνω τα μάτια,χαμογελόντας ακόμη και σου στέλνω τις πιο ζεστές και αληθινές ευχές μου..
Σε ευχαριστώ.. :)

Πέμπτη 17 Ιουλίου 2008

Ντίνος Χριστιανόπουλος


Βρόχος

Τώρα που σ' έχω διαγράψει απ' την καρδιά μου,
ξαναγυρνάς όλο και πιο πολύ επίμονα,
όλο και πιο πολύ τυραννικά∙
δεν έχουν έλεος τα μάτια σου για μένα,
δεν έχουν τρυφερότητα τα λόγια σου,
τα δάχτυλά σου έγιναν τώρα πιο σκληρά,
έγιναν πιο κατάλληλα για το λαιμό μου.

Από τη συλλογή Ξένα γόνατα (1954)




Τέλος

Τώρα που βρήκα πια μιαν αγκαλιά,
καλύτερη κι απ' ό,τι λαχταρούσα,
τώρα που μου 'ρθαν όλα όπως τα 'θελα
κι αρχίζω να βολεύομαι μες στην κρυφή χαρά μου,
νιώθω πως κάτι μέσα μου σαπίζει.




Όλο και πιο πολύ

Στους ανεπαίσθητους ψιθύρους της εσπέρας,
στα μυστικά καλέσματα της νύχτας,
ψυχή μου, άρχισες και συ να ξεθαρρεύεις
όλο και πιο πολύ∙ κι άρχισες να 'χεις
πιο εύκολα τα μάτια και τα λόγια,
πιο βιαστικά τα χρήματα του πάθους,
όλο και πιο λιγότερους τους δισταγμούς,
και δίνεσαι και τρέχεις και ξεφτίζεις
κι επιμένεις ακόμα να ελπίζεις
με μια πυρακτωμένη φαντασία,
μ' ένα κορμί παρανάλωμα της έξαψης -

ώριμη πια για το χαμό...

Από τη συλλογή Ξένα γόνατα (1954)





Ενός λεπτού σιγή

Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν' ακουμπάτε την πίκρα σας,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,

κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μια φορά;
είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;

Από τη συλλογή Ανυπεράσπιστος καημός (1960)





Τι γυρεύω

Τι γυρεύω εγώ σ' αυτές τις νύχτες
οδεύοντας σε λασπωμένες ερημιές
μ' ένα απαίσιο συνάχι και το παπούτσι να με χτυπάει
και το φεγγάρι να μη λέει να κρυφτεί
κι η νύχτα να με σφίγγει απ' το λαιμό σαν τοκογλύφος -
τι γυρεύω εγώ αυτές τις νύχτες;

Τι γυρεύω εγώ σ' αυτούς τους δρόμους
που άγρια τους φορολογεί η νύχτα;
Ελεεινά υποκείμενα δυναστεύουν τις γειτονιές,
γεμίσαν καθάρματα τα ξεροπόταμα,
σπίτια που είδαν πολλούς ξυλοδαρμούς -
τι γυρεύω εγώ σ' αυτούς τους δρόμους;

Γυρεύω να επενδύσω την καρδιά μου∙
δεν τα αντέχω πια αυτά τα βλέμματα,
στοιβάχτηκαν πολλά παράπονα στα μάτια μου,
τα χαμόγελά μου πικρίζουν,
το πρόσωπό μου έγινε ολοκαύτωμα -
γυρεύω να επενδύσω την καρδιά μου...

Το ποίημα γράφτηκε το 1959 και ανήκει στη συλλογή Ανυπεράσπιστος καημός (1960)

Τρίτη 15 Ιουλίου 2008


Έρχεται κάποτε αυτή η μέρα ..έρχεται.. ήρθε ήδη..
τότε που ανοίγει η βαλβίδα που κρατούσες με νύχια και δόντια χρόνια σφιχτά βιδωμένη στην έξοδο της ψυχής σου και όλα όσα έκρυβες, όλα όσα σε πλήγωναν, όλα όσα σε πονούσαν, όλα όσα σε έγδερναν και σ αφήναν ματωμένη, μόνη και μισή, αρχίζουν με μένος να ξεχύνονται.. με μένος.. με τόσο απρόσμενο μένος που πετάγονται σαν ξερατά πάνω στον καθρέφτη της ίσιας σου ζωής και τον λερώνουν τόσο πολύ που δεν μπορείς πια μέσα του να δεις ούτε μια μικρή ,μικρούλα ψευδαίσθηση να σε βοηθήσει να παραμυθιαστείς για να συνεχίσεις να βαδίζεις πάνω σε όσα έχτισες..
Τρομαγμένη νιώθω.. φοβάμαι.... ούτε εγώ το ήξερα πόσος φόβος μπορεί να κρύβεται κάτω απο σφιχτα βιδωμένες βαλβίδες..

Τα βράδια ονειρεύομαι ένα ταξίδι μακρινό.. να περπατάω μόνη σε μια ερημική παραλία γεμάτη από ένα φως που θα τρυπώνει μέσα στην ψυχή μου και θα την βγάζει από τα σκοτάδια, απ’ τους φόβους κι από την μοναξιά της..
Και να φοράω ένα φόρεμα λευκό, μακρύ που θα ‘χει λέει βραχεί από τα κύματα που θα μου χτυπάνε τα πόδια και οι γλάροι θα νομίζουν πως είμαι γλάρος κι εγώ και θα μου ζητάνε να πετάξω μαζί τους μακριά, ν’ ανοίξω τα φτερά μου και να ξεχάσω όλα τα ανθρώπινα που με φυλάκιζαν εδώ.
Μα τα φτερά μου σπασμένα θα’ ναι και θα με πονάνε ακόμη σαν μαχαίρια .. ματωμένα φτερά.. κι εγώ θα κλαίω ξαπλωμένη στην άμμο που θα μπαίνει στα μαλλιά και στα μάτια μου και θα κοιτάζω τους γλάρους που φεύγουν και θα θρηνώ γιατί κουράστηκα να νοσταλγώ το ταξίδι τους κουράστηκα να κοιτάζω με μια κρυφή ελπίδα τα σπασμένα μου φτερά και να τα βλέπω πάντα σπασμένα.. κουράστηκα…

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2008


23 σκαλοπάτια πιο κάτω..
Επίπεδο θλίψης που της κλειδώνει την ψυχή και την οδηγεί στην σιωπή.
Νιώθει μόνη γι’ αυτό μεταλλάσετε άθελα της σε μια μικρή πράσινη χνουδωτή κάμπια που με κόπο σκαρφαλώνει συχνά στις αγκαλιές των φίλων της κλαψουρίζοντας χαδιάρικα για να ξεκλέψει ένα μικρό χάδι και μια σφιχτή αγκαλιά.. είναι βάλσαμο κι αυτό μα κρατάει λίγο, όσο κρατάει ένα ντεπόν όταν έχει πονόδοντο.. κάτι είναι.. και μερικές φορές το «κάτι» είναι πολύ ακριβό μπροστά στο «τίποτα» που της προσφέρεται απλόχερα..
Ξύπνησε με την σιωπή ριζωμένη στο λαρύγγι σήμερα και δεν έχει όρεξη να κλαψουρίσει άλλο για λίγη αγάπη. Δεν της ταιριάζει.. της τέλειωσαν τα παιδικά παρακάλια.. της τέλειωσαν τα τηλέφωνα και τα «να σου πω…» όταν τον ένιωθε πως βιαζόταν να κλείσει.. όχι πως είχε κάτι να του πει..
θέλει να μείνει σιωπηλή μέσα στην απαλή, γκρίζα μοναξιά της και κομματιάσει το θηρίο της ανάγκης.. δεν θέλει να έχει καμία ανάγκη.. την μισεί αυτήν την λέξη εδώ και χρόνια την μισεί.. και μετά ήρθε εκείνος που την έκανε πάλι με τα μάτια του να έχει ανάγκη ν αγαπηθεί, να δώσει και να δοθεί.. και εκείνη προσποιήθηκε πως δεν την πειράζει να έχει πάλι μια μικρή ανάγκη..
Την μίσησε όμως ακόμη περισσότερο αυτήν την λέξη, όταν τον άκουσε να της απαριθμεί μερικούς απόλυτα λογικούς λόγους γιατί δεν μπορεί να είναι εκεί μέσα στο μικρό τους όνειρο.. κι αυτή να κάθεται δίπλα σε μια ταραγμένη θάλασσα μουσκεμένη μέχρι την ψυχή και να τον ακούει αμίλητη με την βασανιστική της ανάγκη να κατατρώει τα βρεγμένα ρούχα της, θυμώνοντας με τον χαζό εαυτό της τόσο πολύ που εκείνο το λεπτό πήρε την ανάγκη της και άρχισε να την πατάει κάτω σαν βρεγμένο, πικρό αποτσίγαρο, για να μπορέσει να του γελάσει λίγο πριν κλείσει..
Και δεν ξέρει αυτό το πρωινό αν της έχει μείνει δύναμη να συνεχίσει να τον αγαπά μόνη.. δεν ξέρει αν έχει την δύναμη να νικήσει την ανάγκη της γι’ αυτόν.. δεν ξέρει αν της έχει μείνει δύναμη να του γελάσει.. αυτήν την φορά το τίποτα δεν έχει χρώμα μέσα του.. κι αυτή γελάει όταν βλέπει χρώματα να πλημμυρίζουν την καρδιά της.. που είναι τα χρώματα.. που είναι η μουσική που ξεχυνόταν και την σκέπαζαν σαν πουπουλένιο σκέπασμα....

Τίποτα.. το τίποτα δεν έχει χρώμα μέσα του σήμερα.. ούτε μουσική έχει.. μερικές φορές το τίποτα πονάει..

Κυριακή 13 Ιουλίου 2008

χωρίς τίτλο..



Εκείνος ο καταρράκτης δεν είχε νερό.. μα εκείνες περπατήσανε μαζί και κατεβήκανε αγκαλιασμένες τα υγρά σκαλοπάτια.. καθίσανε μέσα στο απόλυτο σκοτάδι και στην φιλόξενη σιωπή ,μόνες σ ολόκληρο τον κόσμο γιατί κάθε ψυχή και κάθε ξένη σκέψη πάνω στην γη είχαν εξαφανιστεί εκείνη την ώρα για να μείνουν μόνες και χωρίς να μιλάνε πολύ αφέθηκαν στο δέος που τους συνεπήρε μπροστά στα απογυμνωμένα βράχια που μοιάζαν με τις ψυχές τους και στο φεγγάρι εκείνο που του λείπε ένα κομμάτι.. που τις έμοιαζε κι αυτό, για κάποιον απροσδιόριστα παράδοξο λόγο..
Δεν υπήρχε τίποτα πέρα από αυτές.. τίποτα... ένα πέπλο μαγικό σκεπάζει τις ψυχές τους όταν είναι μαζί και κάνει όλα τα άλλα να μοιάζουν μικρά και ασήμαντα γιατί δύσκολα μπορεί κάτι να συγκριθεί μ αυτό το Όλο..
Πόσοι κόσμοι χωράνε σε δύο ζευγάρια γυναικεία μάτια που όταν κοιτάζονται δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να δει όσα υπάρχουν βαθιά κρυμμένα εκεί...
Εικόνες.. στιγμές πρωτόγνωρες και αισθήματα ήδη μοιρασμένα ..ήδη χαρισμένα που κάθε φορά ανθίζουν ξανά και ξανά στις δροσερές καρδιές τους σαν νεογέννητες στιγμούλες μιας Αγάπης που δύσκολα θα μπορούσε να κατανοηθεί.. κι όμως είναι τόσο βαθιά απλή και ακόμη βαθύτερα ουσιαστική και γεμάτη απ’ όλα όσα ένας άνθρωπος είναι ικανός να αισθανθεί, απαλλαγμένος από κάθε περιοριστικό μέτρο φόβου και ορισμού..

Ανάμεσα σε γέλια ασυγκράτητα, σε βλέμματα μελαγχολικά, ανάμεσα σε χιλιόμετρα που τρέχουν κάτω από το ασημί αμάξι.. ανάμεσα σε μουσικές, σε βαριά τσιγάρα και στον κλέφτη αέρα να μπαίνει από τ ανοιχτά παράθυρα, τα χέρια της μιας μέσα στα χέρια της άλλης και όλη η ουσία του κόσμου στα πόδια τους.. όνειρα.. υποσχέσεις.. Αγάπη τρυφερή και δυο καρδιές λευκά θαλασσινά πουλιά μ ανοιγμένα φτερά να πετάνε πέρα από όλες τις θάλασσες του κόσμου και πέρα από όλα τ αστέρια του σύμπαντος γιατί το ξέρουν καλά και οι δύο πως αυτές οι καρδιές, φτιάχτηκαν μόνο για να αγαπάνε.. μόνο για να χαρίζουνε.. και ξέρουν ακόμη καλύτερα πως η Αγάπη είναι τόσο ισχυρή που τίποτα δεν μπορεί ν αντισταθεί σ αυτήν.. τόσο απόλυτη που κανέναν είδος έκπτωσης δεν αξίζει να την εξευτελίζει και να την κάνει να μοιάζει φθηνή.. η Αγάπη είναι Όλα και είναι αυτές οι δυο μαζί.. αυτές οι δυο χώρια.. είναι οι στιγμές οι απόλυτα δικές τους όταν ο κόσμος αυτός αδειάζει και μένουν μόνες..

Παρασκευή 11 Ιουλίου 2008


Δεν έχω κάτι να πω.. τα λόγια μου τα 'χω σκορπίσει δεξιά κι αριστερά, σε μηχανικά επαναλαμβανόμενες συζητήσεις περί φόβου, εξουσίας και Αγάπης..

Δεν έχω κάτι να δώσω.. Το αγαπημένο μου πουλόβερ σου το χάρισα μα από φόβο φοράς μόνο τα μανίκια και το υπόλοιπο το αφήνεις να κρέμεται..

Δεν έχω κάτι να σκεφτώ.. όλα είναι εδώ, μέσα σ αυτήν την μοναχική στιγμή.. ανάμεσα στο γεμάτο μου τασάκι, στον καφέ, στον φτηνό αναπτήρα, στο ήσυχο δωμάτιο και σε μένα που ψάχνω από το πρωί να βρω τον εαυτό μου..

Έτσι απλά.. αφήνομαι στην μικρή, διάφανη εγκατάλειψη μου κι αποδέχομαι..

Έτσι κι αλλιώς δεν έχω κάτι ..

Θα πάρω την μικρή μου καρδιά να φύγω.. να φύγω από μέρη που η αγάπη βγάζει μαχαίρια για να δηλώσει την παρουσία της.. αποτυπώματα από χαμένες Ιθάκες στο παγωμένο μου κορμί αναπολούν ταξίδια που δεν έκανα ποτέ και ο πόθος βγάζει τα κοφτερά του νύχια και μου γδέρνει απαλά την πλάτη....
Αντιστέκομαι στην δίνη των σκέψεων για να σωθώ.. να μην τραπώ σε άτακτη φυγή..
Ίχνη αγάπης..
Ίχνη έρωτα..
Σαν γκρίζες πεταλούδες άρχισαν να μοιάζουν.. πότε χάσανε τα φωσφορούχα τους χρώματα.. πότε γίνανε άμμος και άρχισαν να μου γλιστράν από τα χέρια..

Δεν φτάνει μόνο ν’ αγαπάς.. χάρισε με.. ένα τραγουδάκι είμαι που ξέμεινε μονάχο σε τσιμεντένια σκαλοπάτια δίπλα σε μια θάλασσα να περιμένει την μουσική σου.. χάρισε με.. και ίσως να μην είναι φτηνά τα χείλη που θα με ξανατραγουδήσουν..

Χιλιάδες μοναξιές με προσπερνάνε σιωπηλές.. χιλιάδες λευκές μοναξιές σε ξένα μάτια γεμάτα ρωγμές και με κοιτάζουν... χάρισε με.. δεν με πειράζει που δεν θα καταλάβουν και πολλά, ποτέ δε κατάλαβαν πολλά, έτσι κι αλλιώς.

Αυτή η νεκρή σιωπή μ ανατριχιάζει.. άδεια σιωπή χωρίς αλήθειες, χωρίς ψέματα.. κορμί διψασμένο ξαπλώνω κατάχαμα και αφήνομαι.. δεν θα σε ψάξω.. γίνομαι δρόμος για σένα.. γίνομαι καταπράσινο μονοπάτι που το καίει ένας ήλιος αυγουστιάτικος να το περπατήσεις μάτια μου γλυκά.. έτσι μόνο ξέρω ν’ αγαπώ..

Πέμπτη 10 Ιουλίου 2008

Ναζιμ Χικμέτ.


Οι λέξεις.. οι λέξεις γίνονται σκέψεις.. γίνονται στίχοι.. γίνονται σιωπή.. οι λέξεις είναι ιπτάμενα χαλιά που σε βολτάρουν στον ουρανό, σε πάνε κοντά στ αστέρια, σε ρίχνουν στην κόλαση..
Οι λέξεις γίνονται κρυψώνες, φοράνε μάσκες.. γίνονται παιδιά και βουίζουν σαν μελίσσια ανοιξιάτικα σε αθώες γειτονιές παίζοντας κρυφτό.. γίνονται πουτάνες σε βρώμικα μπουρδέλα με κιτρινισμένους τοίχους που στάζουν ένοχη ηδονή και πληρωμένη αμαρτία..
Οι λέξεις γίνονται αλήθειες λυτρωτικές και ψέματα που σ’ αποκοιμίζουνε γλυκά σε μπερδεμένα όνειρα.
Οι λέξεις γίνονται σκέψεις και μετά στίχοι που ξαπλώνουν μέσα σε τραγούδια που φωλιάζουν μέσα στην καρδιά μου..
Οι λέξεις γίνονται χαρά.. εγκατάλειψη.. μοναξιά..
Οι λέξεις σταμάτησαν νωρίς.. δεν πρόλαβαν να χορτάσουν αγάπη.. γίνανε τραγούδια τώρα.. κρατάω τα ξέφτια τους και μετράω μέσα τους εσένα.. δεν έχω από τι άλλο να κρατηθώ.. ανήσυχη ψυχή γεμάτη φως.. γεννιέμαι ξανά και ξανά και σου χαμογελώ..


Τρίτη 24 Ιουνίου 2008

Σάββατο 14 Ιουνίου 2008

Σήμερα νιώθω τα χέρια μου να ξεκολλάνε απο το σώμα μου.. και τα πόδια μου δεν μ ακολουθούνε.. ν ανοίξω ένα μικρό σκοτεινό λαγούμι να κρυφτώ να μην με βλέπει κανείς..
Κι εκεί, μέσα στην σιωπή της ερημιάς μου να κάθομαι και να μετρώ τις δυνάμεις μου μέσα στο κενό που τσαλαπάτησε τα 'σώψυχα μου..περίεργο κενό..χωρίς απόγνωση, χωρίς χρώμα, χωρίς καμία απαίτηση..ένα κενό γεμάτο μόνο απο παραμύθια που δεν κατάφερα να φέρω στα μέτρα μου..ένα κενό γεμάτο δάκρυα που πέτρωσαν και γίναν αλάτι για να κάνουν τις πληγές μου να πονάνε περισσότερο.. να κρυφτώ εκεί χωρίς να με νοιάζει τίποτα..σήμερα σκορπάω...σκορπάω.. που να πιαστώ... που..

Τρίτη 10 Ιουνίου 2008

Πρωινό παραμύθι...Πόσο κοντά και πόσο μακριά..

Το κορίτσι με τα καθαρά μάτια ξύπνησε το επόμενο πρωί από έναν ύπνο βαθύ, γεμάτο όνειρα που δεν θυμόταν πια..
Σηκώθηκε λίγο μηχανικά και στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη της.. αντί να δει τα δικά της μάτια, είδε τα μάτια του κλειδοκράτορα .. τον είχε αναζητήσει τα χαράματα γιατί λαχταρούσε τον ήχο της φωνής του μέσα στην σιωπή..
Θυμήθηκε τα λόγια του που την ρωτούσαν πότε θα τον αφήσει να βουτήξει μέσα στις κρυφές της σκέψεις..
Του είχε χαρίσει αντικλείδι του συρταριού της και τώρα όποτε ήθελε μπορούσε να το ξεκλειδώνει και γυμνός να κάνει μακροβούτια μέσα τους για να γεμίζει τις ώρες που δεν είχε τίποτε καλύτερο να κάνει ή για να νιώθει πως την κρατάει στην ζεστή του αγκαλιά όταν θα το θέλει πολύ μα δεν θα την έχει εκεί..
Το κορίτσι αγαπούσε πολύ ν ακούει τον κλειδοκράτορα να της μιλάει..πολλές φορές τα λόγια του σκάλιζαν μέσα της κρυφές αλήθειες που συνήθιζε να ξεχνάει, άλλες φορές πάλι,ήταν τόσο γλυκά, γνώριμα κι αληθινά που ένιωθε την καρδιά της να μουδιάζει και να λιώνει από την γλύκα και την καθαρότητα τους, και άλλες ένιωθε πως απλώς της μιλούσε χωρίς να εννοεί στ αλήθεια όσα της λέει.. μα δεν την πείραζε γιατί όλα ήταν τόσο για λίγο μα ταυτόχρονα τόσο από πάντα..τα γέλια..τα φιλιά..η αίσθηση.. τόσο παράξενα οικεία δικά τους..
Η αγκαλιά της είχε γεμίσει λουλούδια και δώρα για κείνον ... είχε ένα μικρό ασημί κλειδάκι, μερικά όμορφα τραγούδια που θα σιγοτραγουδούσανε μαζί καποιο βράδυ και θα τους έδεναν, χάδια με χρυσαφί λάμψεις δανεισμένες απο τον βυθό της θάλασσας και αμέτρητα τρυφερά φιλιά στην καρδιά να του χαρίσει.. ίσως να μην ήταν πολλά μα ήταν όλα από ατόφιο υλικό και προσεχτικά διαλεγμένα ειδικά και μόνο γι αυτόν..
Δώρα δικά της χωρίς να γνώριζει αν εκείνος στ αλήθεια θέλει.. και αυτό το καθαρό πρωινό ένιωσε να της βαραίνουν λίγο τα χέρια και να πικραίνουν την καρδιά της μ' ένα διάφανο παιδικό παράπονο που φώλιασε σαν μικρό πουλί μέσα της..
Τα μάτια του την κοίταζαν συνέχεια μέσα απ τον καθρέφτη και το κορίτσι κοιτάζε κι αυτό μέσα τους με μια γλυκιά προσμονή, για να δει αν υπήρχε αγάπη εκεί, φόβος, μοναξιά ή χάος.. σκεφτόταν τα λόγια του…τα λόγια του γι ακόμη μια φορά και η ψυχή της ξέφυγε και πέταξε κοντά του μήπως νιώσει τις σκέψεις ή τα θέλω του..τους φόβους και τις πίκρες του..και τον πίστευε, και τον ακολουθούσε γιατί έτσι την έκανε να νιώθει..
..και άφηνε τις ώρες να περνάνε κοιτώντας βαθιά μέσα στην ψυχή του γιατί ήθελε να γεμίσει με φως, χρώματα κι αγάπη κάθε γωνιά της..κι ας ένιωθε μερικές φορές πως όσα υπήρχαν εκεί είχαν κρυφτεί για να μην τα αγγίξει το δικό της βλέμμα....
Μα ο κλειδοκράτορας ήξερε πράγματα που αυτή δεν γνώριζε και έτσι ακουμπούσε το κεφάλι της στον ώμο του χωρίς να φοβάται, με εμπιστοσύνη και με μια αγάπη που λες και είχε ξεπηδήσει να τους βρει από ζωές αλλοτινές και όνειρα που τους χρωστούσε κάποτε η ζωή..
Το κορίτσι έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά της τα λουλούδια που είχε μαζέψει να του δώσει.. τα έσφιξε τόσο δυνατά, όσο δυνατά επιθυμούσε να του τα χαρίσει .. απομακρύνθηκε από τον καθρέφτη κρατώντας τα μάτια του κλειδοκράτορα στα μάτια της.. τα έκρυψε μέσα της, κουλουριάστηκε στον καναπέ της και του αφέθηκε γλυκά..για όσο το γυαλί μέσα στην καρδιά της δεν ήταν ραγισμένο..για όσο χαμογελούσε στην σκέψη του…για όσο η καρδιά της, της ψιθύριζε να μείνει.. για όσο η ψυχή της χωρίς αγωνία ξεκολλούσε μικρά κομματάκια ζαχαρωτού για να γλυκάνει μέσα στα μυστικά της σκοτάδια τα αγαπημένα χείλη του.. για όσο ήξερε πως την ήθελε κοντά του..


Πέμπτη 5 Ιουνίου 2008

Ψίθυροι...


Η Αγάπη είναι ένα πουλί που πετάει, η Αγάπη έρχεται σαν τον άνεμο και φεύγει καμιά φορά σαν αυτόν, η Αγάπη είναι πολύτιμη γι αυτό μοσχοβολάει άνοιξη..
Η Αγάπη έχει τους ήχους ενός σταθμού τραίνων που όμως δεν αντηχεί αποχαιρετισμούς.. αντηχεί ξαφνικές συναντήσεις και καλωσορίσματα...αντηχεί φιλιά στα πεταχτά, σαστισμένα χαμόγελα και κρυφά καρδιοχτύπια..
Η Αγάπη είναι ένας ψίθυρος κρυμμένος μέσα σ ένα βλέμμα, είναι αβεβαιότητα ανακατεμένη με χαρά..
Αγάπη είναι οι νότες του lemon tree.. Αγάπη είναι το τώρα όχι το μετά.. είναι η αλήθεια της στιγμής, είναι να είσαι παιδί, είναι να δίνεσαι, είναι να μην φοβάσαι..
Η Αγάπη είναι μια βόλτα εκεί που σκάει το κύμα, μια αγκαλιά σφιχτή κι ένα τρέμουλο στα χέρια..
Είναι το γέλιο μέσα στα μάτια και μέσα στην καρδιά.. Αγάπη είναι να κοιμηθούμε αγκαλιά..
Αγάπη είναι εσύ κι εγώ..τώρα, όχι μετά..
τώρα και για όσο..

Σε φιλώ..

Τρίτη 6 Μαΐου 2008

click...on,
click...off,
click...on,
click...off,
click...on,
click...off,click...on,
click...off, off..off.. off..off....

Ξέρεις τι μου είπε κάποιος απόψε?

Οτι οι ψευδαισθήσεις είναι το άλλοθι μου.. λες να είχε δίκιο?

Ηταν παράξενο..σχεδόν ανατριχιαστικό.. με ένιωσε τόσο καλά..που μ έκανε να νιώσω γυμνή..

Όχι πως με νοιάζει..εξάλλου είναι μόνο ένα άλλοθι .. όπως ίσως κι εσύ..
καληνύχτα..

Παρασκευή 25 Απριλίου 2008


Ανοίγει διάπλατα την πόρτα στην νύχτα.. θέλει ώρες για να ξημερώσει ακόμη..

Κοιτούσε ώρα τα κλαδιά να πηγαίνουν πέρα δώθε πίσω από το τζάμι.. ήθελε νακούσει τον αέρα να λυσσομανάει και μετά να τον νιώσει να μπαίνει μέσα στο σιωπηλό της σπίτι και να παρασέρνει τις σκέψεις της.

Αστράφτει.. ριπές από γαλάζιο και πορτοκαλί φως γεμίζουν τον σκοτεινό ορίζοντα λάμψεις.. μοιάζουν σαν τις δικές τους λάμψεις..

Μοιάζουν σαν νότες κιθάρας που χορεύουν απαλά πάνω σε ένα τραγούδι που τους συντρόφευε παλιά.. παλιά.. δεν ξέρει πόσο παλιά ήταν.. δεν θυμάται πόσο τον αγαπούσε προτού τον γνωρίσει.. μην με ρωτάς..τον αγαπούσε πολύ ..μα δεν θυμάται πια και μαθαίνει τώρα να τον αγαπά απο την αρχή.. η μνήμη σβήνει τον πόνο..

Χτυπάνε πισώπλατα τα φιλιά που δεν ξόφλησε και οι αναμνήσεις που ξορκίζει, σαν στάχτη μέσα στο τασάκι της μαζεύονται..

Τον κοιτάζει να στέκει στην άκρη της γραμμής και να κρατάει το όλο της μέσα στο άπειρο του τίποτα.. του τίποτα που απλώνεται καθαρό και ήσυχο πίσω απ τα βουνά και φτάνει ως τα αστέρια, λούζεται στην χρυσόσκονη τους κ βουτάει, δελφίνι μικρό, μέσα στα νερά κάποιας θάλασσας που σιωπηλή και γεμάτη ευγνωμοσύνη, παραδίδει το γαλάζιο της, στην αγκαλιά της νύχτας..

...τα λόγια μοιάζουν άδεια από νόημα..

Θα του μιλά για την βροχή ..θα της λέει για τα σύννεφα..θα του λέει για πράγματα καθημερινά κι απλά, θα της μιλά με λέξεις που δεν πονάνε.. θα του ζητά χάδια κάτω από έναν ήλιο που τους ξέρει και μετά θα τον αποφεύγει για να στρέφει το βλέμμα του και να την ψάχνει.. για να απλώνει τα χέρια του να την αναζητά.. για να την βρίσκει κρυμμένη πίσω από μικρές λέξεις που μιλάνε γελώντας για την μοναξιά..

Η μνήμη μόνη της ξυπνάει και δείχνει στο σώμα τους δρόμους που περπατήσανε σε άλλους ουρανούς..

Μόνο η ψυχή θυμάται..