Αν δεν καώ εγώ, αν δεν καείς εσύ, αν δεν καούμε εμείς.. πως θα γενούνε τα σκοτάδια λάμψη;.. (Ναζίμ Χικμετ)
Πέμπτη 17 Ιουλίου 2008
Ντίνος Χριστιανόπουλος
Βρόχος
Τώρα που σ' έχω διαγράψει απ' την καρδιά μου,
ξαναγυρνάς όλο και πιο πολύ επίμονα,
όλο και πιο πολύ τυραννικά∙
δεν έχουν έλεος τα μάτια σου για μένα,
δεν έχουν τρυφερότητα τα λόγια σου,
τα δάχτυλά σου έγιναν τώρα πιο σκληρά,
έγιναν πιο κατάλληλα για το λαιμό μου.
Από τη συλλογή Ξένα γόνατα (1954)
Τέλος
Τώρα που βρήκα πια μιαν αγκαλιά,
καλύτερη κι απ' ό,τι λαχταρούσα,
τώρα που μου 'ρθαν όλα όπως τα 'θελα
κι αρχίζω να βολεύομαι μες στην κρυφή χαρά μου,
νιώθω πως κάτι μέσα μου σαπίζει.
Όλο και πιο πολύ
Στους ανεπαίσθητους ψιθύρους της εσπέρας,
στα μυστικά καλέσματα της νύχτας,
ψυχή μου, άρχισες και συ να ξεθαρρεύεις
όλο και πιο πολύ∙ κι άρχισες να 'χεις
πιο εύκολα τα μάτια και τα λόγια,
πιο βιαστικά τα χρήματα του πάθους,
όλο και πιο λιγότερους τους δισταγμούς,
και δίνεσαι και τρέχεις και ξεφτίζεις
κι επιμένεις ακόμα να ελπίζεις
με μια πυρακτωμένη φαντασία,
μ' ένα κορμί παρανάλωμα της έξαψης -
ώριμη πια για το χαμό...
Από τη συλλογή Ξένα γόνατα (1954)
Ενός λεπτού σιγή
Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν' ακουμπάτε την πίκρα σας,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,
κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μια φορά;
είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;
Από τη συλλογή Ανυπεράσπιστος καημός (1960)
Τι γυρεύω
Τι γυρεύω εγώ σ' αυτές τις νύχτες
οδεύοντας σε λασπωμένες ερημιές
μ' ένα απαίσιο συνάχι και το παπούτσι να με χτυπάει
και το φεγγάρι να μη λέει να κρυφτεί
κι η νύχτα να με σφίγγει απ' το λαιμό σαν τοκογλύφος -
τι γυρεύω εγώ αυτές τις νύχτες;
Τι γυρεύω εγώ σ' αυτούς τους δρόμους
που άγρια τους φορολογεί η νύχτα;
Ελεεινά υποκείμενα δυναστεύουν τις γειτονιές,
γεμίσαν καθάρματα τα ξεροπόταμα,
σπίτια που είδαν πολλούς ξυλοδαρμούς -
τι γυρεύω εγώ σ' αυτούς τους δρόμους;
Γυρεύω να επενδύσω την καρδιά μου∙
δεν τα αντέχω πια αυτά τα βλέμματα,
στοιβάχτηκαν πολλά παράπονα στα μάτια μου,
τα χαμόγελά μου πικρίζουν,
το πρόσωπό μου έγινε ολοκαύτωμα -
γυρεύω να επενδύσω την καρδιά μου...
Το ποίημα γράφτηκε το 1959 και ανήκει στη συλλογή Ανυπεράσπιστος καημός (1960)