Αν δεν καώ εγώ, αν δεν καείς εσύ, αν δεν καούμε εμείς.. πως θα γενούνε τα σκοτάδια λάμψη;.. (Ναζίμ Χικμετ)
Τρίτη 15 Ιουλίου 2008
Έρχεται κάποτε αυτή η μέρα ..έρχεται.. ήρθε ήδη..
τότε που ανοίγει η βαλβίδα που κρατούσες με νύχια και δόντια χρόνια σφιχτά βιδωμένη στην έξοδο της ψυχής σου και όλα όσα έκρυβες, όλα όσα σε πλήγωναν, όλα όσα σε πονούσαν, όλα όσα σε έγδερναν και σ αφήναν ματωμένη, μόνη και μισή, αρχίζουν με μένος να ξεχύνονται.. με μένος.. με τόσο απρόσμενο μένος που πετάγονται σαν ξερατά πάνω στον καθρέφτη της ίσιας σου ζωής και τον λερώνουν τόσο πολύ που δεν μπορείς πια μέσα του να δεις ούτε μια μικρή ,μικρούλα ψευδαίσθηση να σε βοηθήσει να παραμυθιαστείς για να συνεχίσεις να βαδίζεις πάνω σε όσα έχτισες..
Τρομαγμένη νιώθω.. φοβάμαι.... ούτε εγώ το ήξερα πόσος φόβος μπορεί να κρύβεται κάτω απο σφιχτα βιδωμένες βαλβίδες..
Τα βράδια ονειρεύομαι ένα ταξίδι μακρινό.. να περπατάω μόνη σε μια ερημική παραλία γεμάτη από ένα φως που θα τρυπώνει μέσα στην ψυχή μου και θα την βγάζει από τα σκοτάδια, απ’ τους φόβους κι από την μοναξιά της..
Και να φοράω ένα φόρεμα λευκό, μακρύ που θα ‘χει λέει βραχεί από τα κύματα που θα μου χτυπάνε τα πόδια και οι γλάροι θα νομίζουν πως είμαι γλάρος κι εγώ και θα μου ζητάνε να πετάξω μαζί τους μακριά, ν’ ανοίξω τα φτερά μου και να ξεχάσω όλα τα ανθρώπινα που με φυλάκιζαν εδώ.
Μα τα φτερά μου σπασμένα θα’ ναι και θα με πονάνε ακόμη σαν μαχαίρια .. ματωμένα φτερά.. κι εγώ θα κλαίω ξαπλωμένη στην άμμο που θα μπαίνει στα μαλλιά και στα μάτια μου και θα κοιτάζω τους γλάρους που φεύγουν και θα θρηνώ γιατί κουράστηκα να νοσταλγώ το ταξίδι τους κουράστηκα να κοιτάζω με μια κρυφή ελπίδα τα σπασμένα μου φτερά και να τα βλέπω πάντα σπασμένα.. κουράστηκα…