Καθοδηγούμενη σιωπηλά από τις επιθυμίες του, γράφει υπάκουα λέξεις ν αγκαλιάσουν την ψυχή του..
Λέξεις, που σαν πουτάνες καθισμένες νωχελικά σε κόκκινους βελούδινους καναπέδες ,την κοιτούν χωρίς να της μιλάνε..
Σκύβουν κι ενώνουν τα πρόσωπα τους.. ψιθυρίζουν συνωμοτικά η μια στην άλλη μυστικά καλά κρυμμένα απο αθώα μάτια και μετά ρίχνοντας το κεφάλι πίσω αφήνουν γέλια πρόστυχα να ρέουν από τα βαμμένα κόκκινα τους χείλη ..
Με τα μάτια καρφωμένα πάνω της, σέρνουν ηδονικά τα μακριά τους νύχια πάνω στις γάμπες τους και της κάνουν νόημα με τα μάτια να καθίσει κοντά τους .. μα αυτή στρέφει την σκέψη μακριά και αφήνει τα μάτια της ν ακολουθήσουν τα πουλιά που πετούν προς τον βορρά... τις χαρίζει σε κείνον..
Οι ώρες της σέρνονται με βήματα αργά και κουρασμένα.. άσκοπα περιφέρονται σε ξεθωριασμένες μνήμες σιγοτραγουδώντας βαριεστημένα σκόρπιες μουσικές που κατεβαίνουν ως την άκρη της γλώσσα της..
Βγαίνει.. περιφέρεται.. Σε μια γωνιά του δρόμου σταματά και συνεχίζει το μονότονο τραγούδι της ..οι περαστικοί ρίχνουν αστέρια στο καπέλο της .. άλλοι ρίχνουν αστέρια κι άλλοι ρίχνουν κέρματα χωρίς αξία.. εύχεται σιωπηρά να είχαν όλοι αστέρια που τους περισσεύανε ..
Τα λόγια της τα μετράει τώρα τελευταία.. ο λαιμός της γέμισε λέξεις που δεν είπε.. τις καταπίνει μια- μια και αυτές γίνονται ώρες που σέρνονται με βήματα αργά και κουρασμένα…. γίνονται φυλακή που καταπίνουν την φωνή της και την αφήνουν σιωπηλή..
Είναι και αυτή η βροχή που τραγουδά μαζί της το μονότονο τραγούδι της.. είναι κι αυτές οι στάλες που πέφτουν και ξαποσταίνουν πάνω στα κλαδιά και στα φύλλα τρέμοντας γλυκά σε κάθε άγγιγμα του ανέμου.. είναι και η βροχή .. είναι κι αυτή η σιωπή που κουβαλά μαζί της τα απογεύματα και βάφει γκρίζο το φθινόπωρο..
Είναι κι αυτές οι λέξεις ..οι λέξεις που μοιάζουν με πουτάνες που ξαποσταίνουν.. και αυτοί οι ξένοι που ξέμειναν από αστέρια… είναι κι αυτοί οι ξένοι…