Το κορίτσι με τα καθαρά μάτια ξύπνησε το επόμενο πρωί από έναν ύπνο βαθύ, γεμάτο όνειρα που δεν θυμόταν πια..
απομακρύνθηκε από τον καθρέφτη κρατώντας τα μάτια του κλειδοκράτορα στα μάτια της.. τα έκρυψε μέσα της, κουλουριάστηκε στον καναπέ της και του αφέθηκε γλυκά..για όσο το γυαλί μέσα στην καρδιά της δεν ήταν ραγισμένο..για όσο χαμογελούσε στην σκέψη του…για όσο η καρδιά της, της ψιθύριζε να μείνει.. για όσο η ψυχή της χωρίς αγωνία ξεκολλούσε μικρά κομματάκια ζαχαρωτού για να γλυκάνει μέσα στα μυστικά της σκοτάδια τα αγαπημένα χείλη του.. για όσο ήξερε πως την ήθελε κοντά του..
Σηκώθηκε λίγο μηχανικά και στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη της.. αντί να δει τα δικά της μάτια, είδε τα μάτια του κλειδοκράτορα .. τον είχε αναζητήσει τα χαράματα γιατί λαχταρούσε τον ήχο της φωνής του μέσα στην σιωπή..
Θυμήθηκε τα λόγια του που την ρωτούσαν πότε θα τον αφήσει να βουτήξει μέσα στις κρυφές της σκέψεις..
Του είχε χαρίσει αντικλείδι του συρταριού της και τώρα όποτε ήθελε μπορούσε να το ξεκλειδώνει και γυμνός να κάνει μακροβούτια μέσα τους για να γεμίζει τις ώρες που δεν είχε τίποτε καλύτερο να κάνει ή για να νιώθει πως την κρατάει στην ζεστή του αγκαλιά όταν θα το θέλει πολύ μα δεν θα την έχει εκεί..
Το κορίτσι αγαπούσε πολύ ν ακούει τον κλειδοκράτορα να της μιλάει..πολλές φορές τα λόγια του σκάλιζαν μέσα της κρυφές αλήθειες που συνήθιζε να ξεχνάει, άλλες φορές πάλι,ήταν τόσο γλυκά, γνώριμα κι αληθινά που ένιωθε την καρδιά της να μουδιάζει και να λιώνει από την γλύκα και την καθαρότητα τους, και άλλες ένιωθε πως απλώς της μιλούσε χωρίς να εννοεί στ αλήθεια όσα της λέει.. μα δεν την πείραζε γιατί όλα ήταν τόσο για λίγο μα ταυτόχρονα τόσο από πάντα..τα γέλια..τα φιλιά..η αίσθηση.. τόσο παράξενα οικεία δικά τους..
Η αγκαλιά της είχε γεμίσει λουλούδια και δώρα για κείνον ... είχε ένα μικρό ασημί κλειδάκι, μερικά όμορφα τραγούδια που θα σιγοτραγουδούσανε μαζί καποιο βράδυ και θα τους έδεναν, χάδια με χρυσαφί λάμψεις δανεισμένες απο τον βυθό της θάλασσας και αμέτρητα τρυφερά φιλιά στην καρδιά να του χαρίσει.. ίσως να μην ήταν πολλά μα ήταν όλα από ατόφιο υλικό και προσεχτικά διαλεγμένα ειδικά και μόνο γι αυτόν..
Δώρα δικά της χωρίς να γνώριζει αν εκείνος στ αλήθεια θέλει.. και αυτό το καθαρό πρωινό ένιωσε να της βαραίνουν λίγο τα χέρια και να πικραίνουν την καρδιά της μ' ένα διάφανο παιδικό παράπονο που φώλιασε σαν μικρό πουλί μέσα της..
Τα μάτια του την κοίταζαν συνέχεια μέσα απ τον καθρέφτη και το κορίτσι κοιτάζε κι αυτό μέσα τους με μια γλυκιά προσμονή, για να δει αν υπήρχε αγάπη εκεί, φόβος, μοναξιά ή χάος.. σκεφτόταν τα λόγια του…τα λόγια του γι ακόμη μια φορά και η ψυχή της ξέφυγε και πέταξε κοντά του μήπως νιώσει τις σκέψεις ή τα θέλω του..τους φόβους και τις πίκρες του..και τον πίστευε, και τον ακολουθούσε γιατί έτσι την έκανε να νιώθει..
..και άφηνε τις ώρες να περνάνε κοιτώντας βαθιά μέσα στην ψυχή του γιατί ήθελε να γεμίσει με φως, χρώματα κι αγάπη κάθε γωνιά της..κι ας ένιωθε μερικές φορές πως όσα υπήρχαν εκεί είχαν κρυφτεί για να μην τα αγγίξει το δικό της βλέμμα....
Μα ο κλειδοκράτορας ήξερε πράγματα που αυτή δεν γνώριζε και έτσι ακουμπούσε το κεφάλι της στον ώμο του χωρίς να φοβάται, με εμπιστοσύνη και με μια αγάπη που λες και είχε ξεπηδήσει να τους βρει από ζωές αλλοτινές και όνειρα που τους χρωστούσε κάποτε η ζωή..
Το κορίτσι έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά της τα λουλούδια που είχε μαζέψει να του δώσει.. τα έσφιξε τόσο δυνατά, όσο δυνατά επιθυμούσε να του τα χαρίσει ..