Παρασκευή 18 Ιουλίου 2008

Για τον Γρηγόρη..


Να χαμογελάς πάντα στους ανθρώπους..έτσι όπως χαμογέλασες σήμερα σε μένα..
Να τους μιλάς έτσι όπως μίλησες σε μένα.. και να χαρίζεις πάντα τα δώρα της ψυχής σου έτσι απλόχερα...

Κλείνω τα μάτια,χαμογελόντας ακόμη και σου στέλνω τις πιο ζεστές και αληθινές ευχές μου..
Σε ευχαριστώ.. :)

Πέμπτη 17 Ιουλίου 2008

Ντίνος Χριστιανόπουλος


Βρόχος

Τώρα που σ' έχω διαγράψει απ' την καρδιά μου,
ξαναγυρνάς όλο και πιο πολύ επίμονα,
όλο και πιο πολύ τυραννικά∙
δεν έχουν έλεος τα μάτια σου για μένα,
δεν έχουν τρυφερότητα τα λόγια σου,
τα δάχτυλά σου έγιναν τώρα πιο σκληρά,
έγιναν πιο κατάλληλα για το λαιμό μου.

Από τη συλλογή Ξένα γόνατα (1954)




Τέλος

Τώρα που βρήκα πια μιαν αγκαλιά,
καλύτερη κι απ' ό,τι λαχταρούσα,
τώρα που μου 'ρθαν όλα όπως τα 'θελα
κι αρχίζω να βολεύομαι μες στην κρυφή χαρά μου,
νιώθω πως κάτι μέσα μου σαπίζει.




Όλο και πιο πολύ

Στους ανεπαίσθητους ψιθύρους της εσπέρας,
στα μυστικά καλέσματα της νύχτας,
ψυχή μου, άρχισες και συ να ξεθαρρεύεις
όλο και πιο πολύ∙ κι άρχισες να 'χεις
πιο εύκολα τα μάτια και τα λόγια,
πιο βιαστικά τα χρήματα του πάθους,
όλο και πιο λιγότερους τους δισταγμούς,
και δίνεσαι και τρέχεις και ξεφτίζεις
κι επιμένεις ακόμα να ελπίζεις
με μια πυρακτωμένη φαντασία,
μ' ένα κορμί παρανάλωμα της έξαψης -

ώριμη πια για το χαμό...

Από τη συλλογή Ξένα γόνατα (1954)





Ενός λεπτού σιγή

Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν' ακουμπάτε την πίκρα σας,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,

κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μια φορά;
είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;

Από τη συλλογή Ανυπεράσπιστος καημός (1960)





Τι γυρεύω

Τι γυρεύω εγώ σ' αυτές τις νύχτες
οδεύοντας σε λασπωμένες ερημιές
μ' ένα απαίσιο συνάχι και το παπούτσι να με χτυπάει
και το φεγγάρι να μη λέει να κρυφτεί
κι η νύχτα να με σφίγγει απ' το λαιμό σαν τοκογλύφος -
τι γυρεύω εγώ αυτές τις νύχτες;

Τι γυρεύω εγώ σ' αυτούς τους δρόμους
που άγρια τους φορολογεί η νύχτα;
Ελεεινά υποκείμενα δυναστεύουν τις γειτονιές,
γεμίσαν καθάρματα τα ξεροπόταμα,
σπίτια που είδαν πολλούς ξυλοδαρμούς -
τι γυρεύω εγώ σ' αυτούς τους δρόμους;

Γυρεύω να επενδύσω την καρδιά μου∙
δεν τα αντέχω πια αυτά τα βλέμματα,
στοιβάχτηκαν πολλά παράπονα στα μάτια μου,
τα χαμόγελά μου πικρίζουν,
το πρόσωπό μου έγινε ολοκαύτωμα -
γυρεύω να επενδύσω την καρδιά μου...

Το ποίημα γράφτηκε το 1959 και ανήκει στη συλλογή Ανυπεράσπιστος καημός (1960)

Τρίτη 15 Ιουλίου 2008


Έρχεται κάποτε αυτή η μέρα ..έρχεται.. ήρθε ήδη..
τότε που ανοίγει η βαλβίδα που κρατούσες με νύχια και δόντια χρόνια σφιχτά βιδωμένη στην έξοδο της ψυχής σου και όλα όσα έκρυβες, όλα όσα σε πλήγωναν, όλα όσα σε πονούσαν, όλα όσα σε έγδερναν και σ αφήναν ματωμένη, μόνη και μισή, αρχίζουν με μένος να ξεχύνονται.. με μένος.. με τόσο απρόσμενο μένος που πετάγονται σαν ξερατά πάνω στον καθρέφτη της ίσιας σου ζωής και τον λερώνουν τόσο πολύ που δεν μπορείς πια μέσα του να δεις ούτε μια μικρή ,μικρούλα ψευδαίσθηση να σε βοηθήσει να παραμυθιαστείς για να συνεχίσεις να βαδίζεις πάνω σε όσα έχτισες..
Τρομαγμένη νιώθω.. φοβάμαι.... ούτε εγώ το ήξερα πόσος φόβος μπορεί να κρύβεται κάτω απο σφιχτα βιδωμένες βαλβίδες..

Τα βράδια ονειρεύομαι ένα ταξίδι μακρινό.. να περπατάω μόνη σε μια ερημική παραλία γεμάτη από ένα φως που θα τρυπώνει μέσα στην ψυχή μου και θα την βγάζει από τα σκοτάδια, απ’ τους φόβους κι από την μοναξιά της..
Και να φοράω ένα φόρεμα λευκό, μακρύ που θα ‘χει λέει βραχεί από τα κύματα που θα μου χτυπάνε τα πόδια και οι γλάροι θα νομίζουν πως είμαι γλάρος κι εγώ και θα μου ζητάνε να πετάξω μαζί τους μακριά, ν’ ανοίξω τα φτερά μου και να ξεχάσω όλα τα ανθρώπινα που με φυλάκιζαν εδώ.
Μα τα φτερά μου σπασμένα θα’ ναι και θα με πονάνε ακόμη σαν μαχαίρια .. ματωμένα φτερά.. κι εγώ θα κλαίω ξαπλωμένη στην άμμο που θα μπαίνει στα μαλλιά και στα μάτια μου και θα κοιτάζω τους γλάρους που φεύγουν και θα θρηνώ γιατί κουράστηκα να νοσταλγώ το ταξίδι τους κουράστηκα να κοιτάζω με μια κρυφή ελπίδα τα σπασμένα μου φτερά και να τα βλέπω πάντα σπασμένα.. κουράστηκα…

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2008


23 σκαλοπάτια πιο κάτω..
Επίπεδο θλίψης που της κλειδώνει την ψυχή και την οδηγεί στην σιωπή.
Νιώθει μόνη γι’ αυτό μεταλλάσετε άθελα της σε μια μικρή πράσινη χνουδωτή κάμπια που με κόπο σκαρφαλώνει συχνά στις αγκαλιές των φίλων της κλαψουρίζοντας χαδιάρικα για να ξεκλέψει ένα μικρό χάδι και μια σφιχτή αγκαλιά.. είναι βάλσαμο κι αυτό μα κρατάει λίγο, όσο κρατάει ένα ντεπόν όταν έχει πονόδοντο.. κάτι είναι.. και μερικές φορές το «κάτι» είναι πολύ ακριβό μπροστά στο «τίποτα» που της προσφέρεται απλόχερα..
Ξύπνησε με την σιωπή ριζωμένη στο λαρύγγι σήμερα και δεν έχει όρεξη να κλαψουρίσει άλλο για λίγη αγάπη. Δεν της ταιριάζει.. της τέλειωσαν τα παιδικά παρακάλια.. της τέλειωσαν τα τηλέφωνα και τα «να σου πω…» όταν τον ένιωθε πως βιαζόταν να κλείσει.. όχι πως είχε κάτι να του πει..
θέλει να μείνει σιωπηλή μέσα στην απαλή, γκρίζα μοναξιά της και κομματιάσει το θηρίο της ανάγκης.. δεν θέλει να έχει καμία ανάγκη.. την μισεί αυτήν την λέξη εδώ και χρόνια την μισεί.. και μετά ήρθε εκείνος που την έκανε πάλι με τα μάτια του να έχει ανάγκη ν αγαπηθεί, να δώσει και να δοθεί.. και εκείνη προσποιήθηκε πως δεν την πειράζει να έχει πάλι μια μικρή ανάγκη..
Την μίσησε όμως ακόμη περισσότερο αυτήν την λέξη, όταν τον άκουσε να της απαριθμεί μερικούς απόλυτα λογικούς λόγους γιατί δεν μπορεί να είναι εκεί μέσα στο μικρό τους όνειρο.. κι αυτή να κάθεται δίπλα σε μια ταραγμένη θάλασσα μουσκεμένη μέχρι την ψυχή και να τον ακούει αμίλητη με την βασανιστική της ανάγκη να κατατρώει τα βρεγμένα ρούχα της, θυμώνοντας με τον χαζό εαυτό της τόσο πολύ που εκείνο το λεπτό πήρε την ανάγκη της και άρχισε να την πατάει κάτω σαν βρεγμένο, πικρό αποτσίγαρο, για να μπορέσει να του γελάσει λίγο πριν κλείσει..
Και δεν ξέρει αυτό το πρωινό αν της έχει μείνει δύναμη να συνεχίσει να τον αγαπά μόνη.. δεν ξέρει αν έχει την δύναμη να νικήσει την ανάγκη της γι’ αυτόν.. δεν ξέρει αν της έχει μείνει δύναμη να του γελάσει.. αυτήν την φορά το τίποτα δεν έχει χρώμα μέσα του.. κι αυτή γελάει όταν βλέπει χρώματα να πλημμυρίζουν την καρδιά της.. που είναι τα χρώματα.. που είναι η μουσική που ξεχυνόταν και την σκέπαζαν σαν πουπουλένιο σκέπασμα....

Τίποτα.. το τίποτα δεν έχει χρώμα μέσα του σήμερα.. ούτε μουσική έχει.. μερικές φορές το τίποτα πονάει..

Κυριακή 13 Ιουλίου 2008

χωρίς τίτλο..



Εκείνος ο καταρράκτης δεν είχε νερό.. μα εκείνες περπατήσανε μαζί και κατεβήκανε αγκαλιασμένες τα υγρά σκαλοπάτια.. καθίσανε μέσα στο απόλυτο σκοτάδι και στην φιλόξενη σιωπή ,μόνες σ ολόκληρο τον κόσμο γιατί κάθε ψυχή και κάθε ξένη σκέψη πάνω στην γη είχαν εξαφανιστεί εκείνη την ώρα για να μείνουν μόνες και χωρίς να μιλάνε πολύ αφέθηκαν στο δέος που τους συνεπήρε μπροστά στα απογυμνωμένα βράχια που μοιάζαν με τις ψυχές τους και στο φεγγάρι εκείνο που του λείπε ένα κομμάτι.. που τις έμοιαζε κι αυτό, για κάποιον απροσδιόριστα παράδοξο λόγο..
Δεν υπήρχε τίποτα πέρα από αυτές.. τίποτα... ένα πέπλο μαγικό σκεπάζει τις ψυχές τους όταν είναι μαζί και κάνει όλα τα άλλα να μοιάζουν μικρά και ασήμαντα γιατί δύσκολα μπορεί κάτι να συγκριθεί μ αυτό το Όλο..
Πόσοι κόσμοι χωράνε σε δύο ζευγάρια γυναικεία μάτια που όταν κοιτάζονται δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να δει όσα υπάρχουν βαθιά κρυμμένα εκεί...
Εικόνες.. στιγμές πρωτόγνωρες και αισθήματα ήδη μοιρασμένα ..ήδη χαρισμένα που κάθε φορά ανθίζουν ξανά και ξανά στις δροσερές καρδιές τους σαν νεογέννητες στιγμούλες μιας Αγάπης που δύσκολα θα μπορούσε να κατανοηθεί.. κι όμως είναι τόσο βαθιά απλή και ακόμη βαθύτερα ουσιαστική και γεμάτη απ’ όλα όσα ένας άνθρωπος είναι ικανός να αισθανθεί, απαλλαγμένος από κάθε περιοριστικό μέτρο φόβου και ορισμού..

Ανάμεσα σε γέλια ασυγκράτητα, σε βλέμματα μελαγχολικά, ανάμεσα σε χιλιόμετρα που τρέχουν κάτω από το ασημί αμάξι.. ανάμεσα σε μουσικές, σε βαριά τσιγάρα και στον κλέφτη αέρα να μπαίνει από τ ανοιχτά παράθυρα, τα χέρια της μιας μέσα στα χέρια της άλλης και όλη η ουσία του κόσμου στα πόδια τους.. όνειρα.. υποσχέσεις.. Αγάπη τρυφερή και δυο καρδιές λευκά θαλασσινά πουλιά μ ανοιγμένα φτερά να πετάνε πέρα από όλες τις θάλασσες του κόσμου και πέρα από όλα τ αστέρια του σύμπαντος γιατί το ξέρουν καλά και οι δύο πως αυτές οι καρδιές, φτιάχτηκαν μόνο για να αγαπάνε.. μόνο για να χαρίζουνε.. και ξέρουν ακόμη καλύτερα πως η Αγάπη είναι τόσο ισχυρή που τίποτα δεν μπορεί ν αντισταθεί σ αυτήν.. τόσο απόλυτη που κανέναν είδος έκπτωσης δεν αξίζει να την εξευτελίζει και να την κάνει να μοιάζει φθηνή.. η Αγάπη είναι Όλα και είναι αυτές οι δυο μαζί.. αυτές οι δυο χώρια.. είναι οι στιγμές οι απόλυτα δικές τους όταν ο κόσμος αυτός αδειάζει και μένουν μόνες..

Παρασκευή 11 Ιουλίου 2008


Δεν έχω κάτι να πω.. τα λόγια μου τα 'χω σκορπίσει δεξιά κι αριστερά, σε μηχανικά επαναλαμβανόμενες συζητήσεις περί φόβου, εξουσίας και Αγάπης..

Δεν έχω κάτι να δώσω.. Το αγαπημένο μου πουλόβερ σου το χάρισα μα από φόβο φοράς μόνο τα μανίκια και το υπόλοιπο το αφήνεις να κρέμεται..

Δεν έχω κάτι να σκεφτώ.. όλα είναι εδώ, μέσα σ αυτήν την μοναχική στιγμή.. ανάμεσα στο γεμάτο μου τασάκι, στον καφέ, στον φτηνό αναπτήρα, στο ήσυχο δωμάτιο και σε μένα που ψάχνω από το πρωί να βρω τον εαυτό μου..

Έτσι απλά.. αφήνομαι στην μικρή, διάφανη εγκατάλειψη μου κι αποδέχομαι..

Έτσι κι αλλιώς δεν έχω κάτι ..

Θα πάρω την μικρή μου καρδιά να φύγω.. να φύγω από μέρη που η αγάπη βγάζει μαχαίρια για να δηλώσει την παρουσία της.. αποτυπώματα από χαμένες Ιθάκες στο παγωμένο μου κορμί αναπολούν ταξίδια που δεν έκανα ποτέ και ο πόθος βγάζει τα κοφτερά του νύχια και μου γδέρνει απαλά την πλάτη....
Αντιστέκομαι στην δίνη των σκέψεων για να σωθώ.. να μην τραπώ σε άτακτη φυγή..
Ίχνη αγάπης..
Ίχνη έρωτα..
Σαν γκρίζες πεταλούδες άρχισαν να μοιάζουν.. πότε χάσανε τα φωσφορούχα τους χρώματα.. πότε γίνανε άμμος και άρχισαν να μου γλιστράν από τα χέρια..

Δεν φτάνει μόνο ν’ αγαπάς.. χάρισε με.. ένα τραγουδάκι είμαι που ξέμεινε μονάχο σε τσιμεντένια σκαλοπάτια δίπλα σε μια θάλασσα να περιμένει την μουσική σου.. χάρισε με.. και ίσως να μην είναι φτηνά τα χείλη που θα με ξανατραγουδήσουν..

Χιλιάδες μοναξιές με προσπερνάνε σιωπηλές.. χιλιάδες λευκές μοναξιές σε ξένα μάτια γεμάτα ρωγμές και με κοιτάζουν... χάρισε με.. δεν με πειράζει που δεν θα καταλάβουν και πολλά, ποτέ δε κατάλαβαν πολλά, έτσι κι αλλιώς.

Αυτή η νεκρή σιωπή μ ανατριχιάζει.. άδεια σιωπή χωρίς αλήθειες, χωρίς ψέματα.. κορμί διψασμένο ξαπλώνω κατάχαμα και αφήνομαι.. δεν θα σε ψάξω.. γίνομαι δρόμος για σένα.. γίνομαι καταπράσινο μονοπάτι που το καίει ένας ήλιος αυγουστιάτικος να το περπατήσεις μάτια μου γλυκά.. έτσι μόνο ξέρω ν’ αγαπώ..

Πέμπτη 10 Ιουλίου 2008

Ναζιμ Χικμέτ.


Οι λέξεις.. οι λέξεις γίνονται σκέψεις.. γίνονται στίχοι.. γίνονται σιωπή.. οι λέξεις είναι ιπτάμενα χαλιά που σε βολτάρουν στον ουρανό, σε πάνε κοντά στ αστέρια, σε ρίχνουν στην κόλαση..
Οι λέξεις γίνονται κρυψώνες, φοράνε μάσκες.. γίνονται παιδιά και βουίζουν σαν μελίσσια ανοιξιάτικα σε αθώες γειτονιές παίζοντας κρυφτό.. γίνονται πουτάνες σε βρώμικα μπουρδέλα με κιτρινισμένους τοίχους που στάζουν ένοχη ηδονή και πληρωμένη αμαρτία..
Οι λέξεις γίνονται αλήθειες λυτρωτικές και ψέματα που σ’ αποκοιμίζουνε γλυκά σε μπερδεμένα όνειρα.
Οι λέξεις γίνονται σκέψεις και μετά στίχοι που ξαπλώνουν μέσα σε τραγούδια που φωλιάζουν μέσα στην καρδιά μου..
Οι λέξεις γίνονται χαρά.. εγκατάλειψη.. μοναξιά..
Οι λέξεις σταμάτησαν νωρίς.. δεν πρόλαβαν να χορτάσουν αγάπη.. γίνανε τραγούδια τώρα.. κρατάω τα ξέφτια τους και μετράω μέσα τους εσένα.. δεν έχω από τι άλλο να κρατηθώ.. ανήσυχη ψυχή γεμάτη φως.. γεννιέμαι ξανά και ξανά και σου χαμογελώ..