Σάββατο 29 Μαρτίου 2008

Ενα μέρος που μπορείς να κρυφτείς..


Είναι μια πληγή που ξαφνικά πονάει και αιμορραγεί.. αυτό είναι.. πως βρέθηκε αυτή η τρύπα στην θέση της καρδιάς μου?..δε ξέρω..δεν την είχα προσέξει να μεγαλώνει.. ξεχασμένη μπροστά στην θάλασσα.. κοιτούσα τα κύματα κ χαιρετούσα γελώντας σαν παιδί τα πλοία που περνούσαν.. άκουγα το τραγούδι των γλάρων, έπαιζα με τα δελφίνια που με κουβαλούσαν τις νύχτες στη πλάτη τους και δεν είδα τις σταγόνες από το αίμα που άρχισαν να βρέχουν την άμμο.. αλήθεια, δεν είδα..
Ποιά φωνή μου ουρλιάζει μέσα στην σιωπή.. από που έρχεται..πόσες θάλασσες πέρασε η ηχώ της για να φτάσει ως το κέντρο της καρδιάς μου.. με πόσα κύματα πάλεψε κουβαλώντας το μαχαίρι αυτό..
Η χροιά της μου είναι γνώριμη.. σαν πένθιμη νότα αποχωρισμού μοιάζει...σαν εμβατήριο πένθιμο που παίζουν μονότονα μερικοί κακοπληρωμένοι μουσικάντηδες στην κηδεία της όμορφης γυναίκας που μας έδειχνε τον δρόμο ανάμεσα στις σκιές..
Στέκομαι στην άκρη της επικήδειας πομπής και διαλέγω μόνο να παρατηρώ..δεν έχω λόγο να κλάψω.. δεν έχω..

Κοιτάζω τις σκιές των στιγμών που κάποτε έλαμπαν μέσα σε φωτεινά γέλια .. τώρα πάνω από το νεκρό της σώμα χορεύουν μοιρολογώντας, μετατρέπονται σε γκρίζα στάχτη και απλώνονται απαλά σαν κατακάθι πάνω στο νεκρό της πρόσωπο..

Αυτός ο θάνατος είναι χειρότερος από τους προηγούμενους..

Μυρίζει εγκατάλειψη..

Αυτός πονάει βαθύτερα..

Αυτός εκμηδενίζει..

Λιώνει..

Κομματιάζει..

Απομονώνει..

Φυλακίζει..

Διαλύει..

Αποσυνθέτει..

Εξουθενώνει..

Σε ψάχνω με τα μάτια να σε βρω ανάμεσα σε σκυμμένα κεφάλια..λείπεις..

Λείπεις..

.. κι εγώ παγιδευμένη πεταλούδα χτυπιέμαι πάνω στους γυάλινους τοίχους την φυλακής μου, προσπαθώντας να βρω διέξοδο από το χειροφίλημα του θανάτου αυτού..

Στέκομαι στην άκρη της επικήδειας πομπής και διαλέγω μόνο να παρατηρώ..δεν έχω λόγο να κλάψω.. δεν έχω..

…κι εσύ…λείπεις…

__________________________________________

Ξυπνάει η σκονισμένη μου χαρά
μέσα απ' τις λάσπες που κοιμάται τόσα χρόνια
και μου ζητάει ξεχασμένα δανεικά
και λαχταράει μεθυσμένα σταυροδρόμια

Πεινάει η απελπισμένη μου καρδιά
καταβροχθίζει ό,τι απόμεινε από 'μένα
και παραδέρνει από δω στο πουθενά
φορώντας ξέφτια της αγάπης ματωμένα

Παραμιλάει η ξεχασμένη μου ζωή
τραυλίζει ξόρκια, μπερδεμένες απαντήσεις
κι όλο τρεκλίζει μες τις θύελλες γυμνή
σαν μια ζητιάνα με κλεμμένες αναμνήσεις

Κι ακούω την κουρασμένη μου φωνή
μια να κλαίει μια να γελάει με μανία
σαν κάποιο φάντασμα που χάθηκε στη γη
και το κυκλώνει μια θανάσιμη αγωνία

Εσύ με ένα βλέμμα σβηστό,
-μια παλιά σου συνήθεια-
προσπαθείς το χαμό να μη δεις
Δεν είναι το ψέμα μα η αλήθεια
ένα μέρος που μπορείς να κρυφτείς..