Κοιμόμουν όταν ήρθες.. ώρες πριν, είχα γείρει στο αριστερό μου πλευρό κ έτσι όπως χάζευα την φωτιά στο τζάκι αποκοιμήθηκα νιώθοντας την ζέστη να καίει το πρόσωπο μου.. ήταν γλυκιά αυτή ή αίσθηση, μεθυστική..
Μέσα στις φλόγες προσπαθούσα να δω το χαμόγελο σου μα δεν τα κατάφερα.. κ έτσι με το παράπονο, μεταξύ σκέψεων και προσπάθειας με πήρε ο ύπνος..
Ονειρεύτηκα τα χέρια σου όμως.. πρέπει να ήταν τα δικά σου χέρια λέω… Το ένα με είχε ακινητοποιήσει και το άλλο μου έκλεινε το στόμα τόσο δυνατά που σχεδόν μου έκοβε την ανάσα.. Σκέφτηκα να σε δαγκώσω να ματώσεις για να νιώσεις την αγωνία μου, μα τελικά δεν το έκανα και μην ρωτήσεις γιατί.. ούτε κ εγώ ξέρω.. μπορεί από φόβο μην, γευόμενη το αίμα σου, σου επιτρέψω να εισβάλεις κι άλλο μέσα μου και αρχίσει αυτό να μπερδεύεται με το δικό μου κ να κυλάει μαζί του μέχρι την καρδιά μου κ μετά πάλι κύκλο τον γύρο της ευάλωτης ύπαρξης μου.. ξέρεις τι συμβαίνει μετά ε?.. ολική μόλυνση.. κι έτσι από άμυνα τελικά μπορεί να μην σε δάγκωσα…
Ή μπορεί να ήταν η γυναικεία μου υποταγή στην δύναμη σου.. οι ξεχασμένοι φυσικοί νόμοι, το θηλυκό κάτω από την δύναμη του αρσενικού.. έτσι όπως πρέπει…
Μετά άνοιξα τα μάτια μου απότομα κ διαλύθηκες.. η φωτιά δεν είχε σβήσει ακόμη.. σήκωσα το χέρι μου κ ακούμπησα μηχανικά το μάγουλο μου που έκαιγε.. και τα χείλη μου μουδιασμένα τα ένιωθα.. ίσως να ήταν από την ζέστη.. ή επειδή τα δάγκωνα την ώρα που ονειρευόμουν τα χέρια σου.. δεν ξέρω..
Αφουγκράστηκα μήπως ακούσω τα κλειδιά σου στην πόρτα, μα μόνο το τικ τακ του ρολογιού ακουγόταν κ η φωτιά που έλεγε τα δικά της.. Έκλεισα ξανά τα μάτια ν αποκοιμηθώ μήπως δω το χαμόγελο σου, μα δεν μου έκανες την χάρη.... ήταν άδειος ο ύπνος μου.. σχεδόν διάφανος..
Χάραμα...και να που ήρθες.. Δυο χέρια πάνω στο ζεστό μου κορμί νιώθω πως θέλουν να με ξυπνήσουν.. τα νιώθω να χώνονται κάτω από την μπλούζα μου και να σφίγγουν την σάρκα μου απαλά μέσα στα δάχτυλα .. όλο το κορμί σου μου ζητάει να ξυπνήσω.. ήρθες να λεηλατήσεις.. ήρθες να σου παραδοθώ..
Σου επιτρέπω τα πάντα χωρίς ν ανοίξω τα μάτια .. η ανάσα μου σου τα επιτρέπει.. έλα.. ταξίδεψε με στους βαθύς ωκεανούς σου.. πάρε κάθε κομμάτι μου και ένα-ένα κάντο δικό σου… κάνε με να νιώσω ελεύθερη μέσα στην φυλακή των μοναχικών οργασμών μας.. κ εγώ θα σε τιμήσω όπως σου πρέπει… θα αφήσω κάθε σου κρυφή σκέψη να ξαπλώσει πάνω στο κορμί μου.. κάθε σου φόβο θα αφήσω να διαλυθεί πάνω στο στήθος μου.. κάθε σου οργή να ξεχυθεί μέσα μου.. ανάμεσα στα πόδια μου.. εκεί στο δικό σου μυστικό βασίλειο θα ξαποστάσεις μετά την φοβερή σου μάχη και στην ζεστασιά του λαιμού μου η ανάσα σου ρυθμικά θα μ αποκοιμίζει.. τα χέρια σου δεν θα πολεμάνε πια, παρά μόνο θα ξεκουράζονται πάνω στο δέρμα της κοιλιάς μου, βαριά αφημένα..
Κ εγώ θα γείρω το κεφάλι μου σιωπηλά να σε κοιτάξω έτσι όπως θα βυθίζεσαι.. κ θα δω το χαμόγελο σου γλυκά να δύει μέσα στο σκοτεινό σου βλέμμα.. κ παίρνοντας τα μυστικά μου λάφυρά θα σου χαϊδέψω το πρόσωπο και ήσυχα θα αποκοιμηθώ μέσα στην αγκαλιά σου…