Περιμένω τα θαύματα.. τα χιόνι έλιωσε, εμείς ανταλλάξαμε τις τελευταίες κουβέντες μας, με ευχαρίστησες ευγενικά για το τραγούδι που σου έστειλα – τι χαζό να με ευχαριστείς για κάτι τέτοιο- κ με ενημέρωσες ακόμη πιο ευγενικά για τα τελευταία νέα της ζωής σου, που με άφησαν λίγο αδιάφορη πρέπει να παραδεχτώ..
Επαναλαμβανόμενο μοτίβο τα πρωινά μου.. δεν είναι έτσι από μόνα τους, εγώ τα κάνω έτσι.. μου αρέσει μάλλον.
Χαζεύω τα σκυλιά μου που από ένα έγιναν ξαφνικά δύο χωρίς να το πολυσκεφτώ. Το σπίτι ήσυχο.Μόνο ο ήχος των πλήκτρων. Η γειτονιά ήσυχη. Ο κόσμος ήσυχος.Η σκέψη άδεια λες και ξαφνικά αρνείται για κάποιον λόγο να εμβαθύνει στα πράγματα. Όλα τα «γιατί» του κόσμου και όλα τα «επειδή» τόσο μικρά.. μικρά σαν καρφίτσες μυτερές, μικρά σαν κομματάκια γυαλιού, σαν ασήμαντες σταγόνες από κάποιο δηλητήριο που δεν μπορούν να με βλάψουν. Τόσο μικρά που δεν μπορούν να με απασχολήσουν, που αδυνατούν να με σκοτώσουν μα με ενοχλούν τόσο όσο χρειάζεται για να μην μπορώ να στρογγυλοκαθίσω στην ροζ μου βόλεψη.
Νιώθω σαν στρατιώτης που περιμένει..
Περιμένω το κύμα, την σπίθα, το ερέθισμα, την πρόκληση.. Περιμένω
τον συναγερμό, την κραυγή του πολέμου στα βλέμματα, να λάμψουν οι λεπίδες των σπαθιών κάτω από τον ήλιο, να χυθεί το αίμα ζεστό απ τις ψυχές, να εξεγερθούν οι αισθήσεις και δυο κορμιά σε μια μάχη σώμα με σώμα χωρίς νικητές, χωρίς νικημένους. Σ ένα πεδίο μάχης γεμάτο νάρκες, κυκλωμένο από ηλεκτροφόρα καλώδια που θα περιμένουν αυτόν που θα τα καταφέρει πρώτος να σηκώσει το
ματωμένο του σπαθί να τα κάνει χίλια κομμάτια για να φύγει τρέχοντας προς την σωτηρία του.. ώσπου η δίψα κ η ανάγκη του για αίμα τον ξαναφέρει εκεί..
Επαναλαμβανόμενο μοτίβο τα πρωινά μου.. δεν είναι έτσι από μόνα τους, εγώ τα κάνω έτσι.. μου αρέσει μάλλον.
Χαζεύω τα σκυλιά μου που από ένα έγιναν ξαφνικά δύο χωρίς να το πολυσκεφτώ. Το σπίτι ήσυχο.Μόνο ο ήχος των πλήκτρων. Η γειτονιά ήσυχη. Ο κόσμος ήσυχος.Η σκέψη άδεια λες και ξαφνικά αρνείται για κάποιον λόγο να εμβαθύνει στα πράγματα. Όλα τα «γιατί» του κόσμου και όλα τα «επειδή» τόσο μικρά.. μικρά σαν καρφίτσες μυτερές, μικρά σαν κομματάκια γυαλιού, σαν ασήμαντες σταγόνες από κάποιο δηλητήριο που δεν μπορούν να με βλάψουν. Τόσο μικρά που δεν μπορούν να με απασχολήσουν, που αδυνατούν να με σκοτώσουν μα με ενοχλούν τόσο όσο χρειάζεται για να μην μπορώ να στρογγυλοκαθίσω στην ροζ μου βόλεψη.
Νιώθω σαν στρατιώτης που περιμένει..
Περιμένω το κύμα, την σπίθα, το ερέθισμα, την πρόκληση.. Περιμένω
τον συναγερμό, την κραυγή του πολέμου στα βλέμματα, να λάμψουν οι λεπίδες των σπαθιών κάτω από τον ήλιο, να χυθεί το αίμα ζεστό απ τις ψυχές, να εξεγερθούν οι αισθήσεις και δυο κορμιά σε μια μάχη σώμα με σώμα χωρίς νικητές, χωρίς νικημένους. Σ ένα πεδίο μάχης γεμάτο νάρκες, κυκλωμένο από ηλεκτροφόρα καλώδια που θα περιμένουν αυτόν που θα τα καταφέρει πρώτος να σηκώσει το
ματωμένο του σπαθί να τα κάνει χίλια κομμάτια για να φύγει τρέχοντας προς την σωτηρία του.. ώσπου η δίψα κ η ανάγκη του για αίμα τον ξαναφέρει εκεί..