Ανοίγει διάπλατα την πόρτα στην νύχτα.. θέλει ώρες για να ξημερώσει ακόμη..
Κοιτούσε ώρα τα κλαδιά να πηγαίνουν πέρα δώθε πίσω από το τζάμι.. ήθελε ν’ ακούσει τον αέρα να λυσσομανάει και μετά να τον νιώσει να μπαίνει μέσα στο σιωπηλό της σπίτι και να παρασέρνει τις σκέψεις της.
Αστράφτει.. ριπές από γαλάζιο και πορτοκαλί φως γεμίζουν τον σκοτεινό ορίζοντα λάμψεις.. μοιάζουν σαν τις δικές τους λάμψεις..
Μοιάζουν σαν νότες κιθάρας που χορεύουν απαλά πάνω σε ένα τραγούδι που τους συντρόφευε παλιά.. παλιά.. δεν ξέρει πόσο παλιά ήταν.. δεν θυμάται πόσο τον αγαπούσε προτού τον γνωρίσει.. μην με ρωτάς..τον αγαπούσε πολύ ..μα δεν θυμάται πια και μαθαίνει τώρα να τον αγαπά απο την αρχή.. η μνήμη σβήνει τον πόνο..
Χτυπάνε πισώπλατα τα φιλιά που δεν ξόφλησε και οι αναμνήσεις που ξορκίζει, σαν στάχτη μέσα στο τασάκι της μαζεύονται..
Τον κοιτάζει να στέκει στην άκρη της γραμμής και να κρατάει το όλο της μέσα στο άπειρο του τίποτα.. του τίποτα που απλώνεται καθαρό και ήσυχο πίσω απ τα βουνά και φτάνει ως τα αστέρια, λούζεται στην χρυσόσκονη τους κ βουτάει, δελφίνι μικρό, μέσα στα νερά κάποιας θάλασσας που σιωπηλή και γεμάτη ευγνωμοσύνη, παραδίδει το γαλάζιο της, στην αγκαλιά της νύχτας..
...τα λόγια μοιάζουν άδεια από νόημα..
Θα του μιλά για την βροχή ..θα της λέει για τα σύννεφα..θα του λέει για πράγματα καθημερινά κι απλά, θα της μιλά με λέξεις που δεν πονάνε.. θα του ζητά χάδια κάτω από έναν ήλιο που τους ξέρει και μετά θα τον αποφεύγει για να στρέφει το βλέμμα του και να την ψάχνει.. για να απλώνει τα χέρια του να την αναζητά.. για να την βρίσκει κρυμμένη πίσω από μικρές λέξεις που μιλάνε γελώντας για την μοναξιά..
Η μνήμη μόνη της ξυπνάει και δείχνει στο σώμα τους δρόμους που περπατήσανε σε άλλους ουρανούς..