H Θοδώρα ή Τεό η γυναίκα-σημαδούρα με σώμα σημαδούρα φτιαγμένο από πορτοκαλί πλαστικό και ζωή σημαδούρα μόνη μέσα στην θάλασσα επιπλέει κλαίγοντας για την παντρεμένη μοναξιά της κλαίει κάθε μέρα την ώρα που βάφει τα μάτια της να βγει στην αγορά κλαίει την ώρα που μπαίνει στο αμάξι μου και την ρωτάω "πως πάει" κλαίει την ώρα που βάζει την τζην φούστα της και τα ψηλοτάκουνα τσόκαρα της κλαίει γιατί κάπου ανάμεσα στα όνειρα της φαντάζεται πως άραγε μοιάζει να είσαι ΓυΝαΙκΑ και προσπαθεί να μορφοποιήσει μέσα της την λέξη ΔύΝαΜη μα δεν ξέρει ότι ήΔη ξέρει και κλαίει η γυναίκα-σημαδούρα κατεβάζει τα βαμμένα μάτια της όταν την κοιτάζω "καλά είμαι" μου λέει και μετά γελάει δυνατά με λυγμούς γιατί φαντάζεται οτι είμαι εγώ η Δυνατή αλλά εγώ το μόνο που ξέρω είναι ότι για να βγεις στην στεριά γυναίκα-σημαδούρα θες ανάσα βαθιά τέτοια που όμοια της δεν έχεις ξαναπάρει από την ώρα που σε πέταξε η μήτρα της μάνας σου μα δεν ξέρω πως να σου δείξω πόσο αέρα χωράνε τα πνευμόνια σου η γυναίκα-σημαδούρα κοιτάει μόνο κύματα κι απέραντο γαλάζιο την ώρα που συνένοχα αγοράζει ψημένο κοτόπουλο επειδή την γύρναγα για μπύρες και δεν πρόλαβε να μαγειρέψει για τον μαλάκα που την άδειασε στην θάλασσα και την έχρισε "σημαδούρα" η γυναίκα-σημαδούρα του γλύφει τ αρχίδια τα βράδια και γεμίζει το σώμα του ρουφηξιές μπας και οριοθετήσει σαν σκυλί δαρμένο τον χώρο που της στέρησαν κλαίει η γυναίκα-σημαδούρα όταν ξημερώνει δίπλα στο σώμα του γιατί ξέρει πως τίποτα δεν της ανήκει ούτε η ίδια της ανήκει όταν βάζει το φτηνό της άρωμα και χτενίζει τα μαλλιά της θυμάται τον πατέρα της που πέθανε νέος και την άφησε μόνη σιχτιρίζει την μοίρα της για τον άρρωστο αδερφό της και την ανήμπορη μάνα της που ούτε έναν ντετέκτιβ της προκοπής δεν μπορεί να την βοηθήσει να πληρώσει να τον "ξεμπροστιάσει τον πούστη που την κερατώνει" και κλαίει η γυναίκα-σημαδούρα την ώρα που σκεπάζει τα παιδιά της κλαίει την ώρα που σβήνει το φως κλαίει για όλα όσα δεν θυμάται και για όλα όσα την μπερδεύουν γιατί μόνο από ροδάκινα και φασολάκια ξέρει και πως να ζήσει μια γυναίκα μόνη που τα όνειρα της κάποτε μοιάζαν έξοδος κινδύνου και τώρα φυλακή γαμώτο γυναίκα-σημαδούρα νομίζω είσαι στ αλήθεια καλή μα μην μου απλώνεις τα χέρια χαλιέμαι γιατί με κάνεις να (σε) λυπάμαι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου